Του Θοδωρή Λιβάνιου*
Ξεκίνησε ήδη η συζήτηση στην επιτροπή της Βουλής για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου, έχοντας ως μόνη πραγματική διαφορά τη κατάργηση του bonus των 50 εδρών που λάμβανε το πρώτο κόμμα. Η απλή αναλογική δεν είναι νέο φαινόμενο στην Ελλάδα. Από το 1926 έως σήμερα οκτώ εκλογικές αναμετρήσεις έγιναν με παραλλαγές της «απλής και άδολης» αναλογικής. Μάλιστα όποτε εφαρμόστηκε σχεδόν άμεσα άλλαξε κακήν κακώς σε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής προκειμένου να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση.
Πολλοί θυμούνται την καθιέρωσή της το 1989 λίγο πριν τη λήξη της δεύτερης τετραετίας του Ανδρέα Παπανδρέου και τις 3 διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν. Ο προτεινόμενος από τη κυβέρνηση εκλογικός νόμος είναι ακόμα πιο «αναλογικός» από τον νόμο του 1989. Στο υποθετικό σενάριο εφαρμογής του τον Ιούνιο του 1989, η Νέα Δημοκρατία θα εξέλεγε 138 έδρες αντί για 145 που κατέλαβε με τον «νόμο Τσοχατζόπουλου».
Η μεγάλη απογοήτευση είναι ότι η πρόταση της κυβέρνησης περιορίζεται σε ένα μικροκομματικό τακτικτισμό αδιαφορώντας πλήρως για την πανθομολογούμενες παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Δεν γίνεται παρέμβαση για τις εκλογικές δαπάνες, δεν γίνεται κανένα βήμα για την καλύτερη τοπική αντιπροσώπευση, για το πολιτικό χρήμα, για τη διευκόλυνση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος ούτε καν για την -κατά τη γνώμη μου εντελώς επιφανειακή ανάγκη- κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών.
Όσον αφορά το κυρίως ζήτημα, είναι προφανές ότι υπό την πρόφαση του παγίου αριστερού αιτήματος εξυπηρετείται αποκλειστικά η κομματική στρατηγική ενός κόμματος το οποίο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Με δεδομένη τη πάγια θέση του ΚΚΕ για μη σύμπραξη σε οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα και την αυτονόητη εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, η Βουλή που θα προκύψει από τον προτεινόμενο εκλογικό νόμο θα είναι μια Βουλή στην οποία η κυβερνητική πλειοψηφία θα στηρίζεται σε ψήφους τριών ή τεσσάρων κομμάτων. Στο υποθετικό -και καθόλου απίθανο- σενάριο εισόδου στη Βουλή ενός κόμματος το οποίο έχει σαφή αντιευρωπαϊκή πρόταση (πχ. ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας και/ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ) οι κυβερνητικές λύσεις περιορίζονται αισθητά δίχως τη σύμπραξη των δύο πρώτων κομμάτων. Και με εξαίρεση τη κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» όλες οι άλλες κυβερνήσεις θα έχουν οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Είναι προφανές ότι το ζητούμενο, σήμερα, εν μέσω κρίσης είναι η ύπαρξη σταθερής κυβέρνησης η οποία θα μπορεί να εφαρμόσει απρόσκοπτα όποιο πρόγραμμα έχει εγκρίνει ο ελληνικός λαός. Είναι εξίσου προφανές ότι πρέπει να κατατεθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος η οποία θα θεραπεύει τις σημερινές παθογένειες σε συνδυασμό με την απαραίτητη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ο κ.Θοδωρής Λιβάνιος είναι εκλογικός αναλυτής.