Τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου και συγκεκριμένα στις 16/08 ο ΠΘ από την Άρτα, σε εκδηλώση για τη μνήμη των 317 θυμάτων που σφαγιάστηκαν από τον στρατό Κατοχής στις 16 Αυγούστου του 1943, εξήγγειλε (Η Αυγή) ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει στη νομική διεκδίκηση των λεγόμενων γερμανικών επανορθώσεων, ξεκαθαρίζοντας ότι η διεκδίκηση αυτή δεν σχετίζεται με την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και δεν εντάσσεται σε κάποια λογική ρεβάνς ή ακόμα και συμψηφισμών. “Διεκδικούμε, δεν επαιτούμε”, ανάφερε χαρακτηριστικά ο Πρωθυπουργός. Στην ομιλία του ο ΠΘ επικαλέστηκε το πόρισμα (tvxs) της διακομματικής επιτροπής της Βουλής που δόθηκε εκείνες τις ημέρες στη δημοσιότητα και αναμένεται να συζητηθεί στην Ολομέλεια στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το πόρισμα, στις αξιώσεις του από το γερμανικό κράτος περιλαμβάνει εκτός των άλλων και τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την γερμανική κυβέρνηση το θέμα θεωρείται λήξαν.
Ζητήσαμε από τον νομικό-διεθνολόγο κ.Στέλιο Πάλλα την άποψή του για το θέμα, δεδομένου ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις είναι κομμάτι των ερευνητικών ενδιαφερόντων και έχει μελετήσει διεξοδικά το ζήτημα. Να τί μας είπε για το θέμα, λοιπόν:
Το ζήτημα των Γερμανικών επανορθώσεων είναι επώδυνο.
Κατ’ αρχάς, μη συμπεριλαμβανομένου του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, οι Γερμανικές επανορθώσεις δεν είναι κάτι το ενιαίο: υπάρχουν οι ιδιωτικές αξιώσεις αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων θυμάτων και οι κρατικές αξιώσεις για υλικές καταστροφές και λεηλασίες.
Υπάρχει όμως ουσιαστικά δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης όπως εξήγγειλε ο κύριος Τσίπρας; Η απάντηση είναι εν πολλοίς αρνητική.
Αποτελεί γενική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι τα κράτη ως κυρίαρχα δεν δύνανται να υποχρεωθούν σε δικαιοδοτικό μηχανισμό χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή τους. Επιβάλλεται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του Χάρτη του ΟΗΕ να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά. Και σύμφωνα με τα άρθρα 33 έως και 38, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ εάν παρατηρήσει ότι η παράταση μιας διακρατικής διαφοράς μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, μπορεί να συστήσει ή ακόμη και να αποφασίσει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) ή κάπου άλλου. Και σύμφωνα με το άρθρο 25 οι αποφάσεις (όχι οι συστάσεις) του ΣΑ είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη του οργανισμού και υπερισχύουν κάθε άλλης εθιμικής ή συμβατικής υποχρέωσης. Επίσης σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 41, όταν το ΣΑ διαπιστώσει διατάραξη της διεθνούς και ασφαλείας, διαθέτει κάθε μέσο για την επιβολή της ειρήνης. Συνεπώς ακόμη και την ίδρυση ad hoc διεθνών δικαστηρίων. Στην περίπτωση μας δεν υφίσταται κίνδυνος διατάραξης της ειρήνης ώστε να έχουμε χρήση του κεφαλαίου 7 του Χάρτη (άρθρα 39 και 41) και επίσης η επίκληση του κεφαλαίου 6 για την ειρηνική επίλυση διαφορών (άρθρα 33-38) είναι καθαρά διπλωματικού και πολιτικού χαρακτήρα — πρέπει να πείσεις το ΣΑ.
Και για το ΔΔΧ η κατάσταση δεν είναι ευνοϊκή. Σύμφωνα με το άρθρο 36 του Καταστατικού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα επί μιας διακρατικής διαφοράς όταν:
α) Υπάρχει συνυποσχετικό. Για να υπάρξει συνυποσχετικό πρέπει τα δύο μέρη να συμφωνήσουν. Δύσκολο να συμφωνήσει η Γερμανία.
β) Υφίσταται η κατά παρέκταση δικαιοδοσία (Forum prorogatum) δηλ. η τεκμαιρόμενη συναίνεση αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, η οποία εκδηλώνεται με τη συμπεριφορά του καθού η προσφυγή κατά τη διαδικασία προδικασίας και συζήτησης επί της ουσίας. Στην περίπτωση μας, σε πιο απλή γλώσσα, πριν προλάβει το Δικαστήριο να κρίνει το παραδεκτό της αίτησης της Ελλάδας, η Γερμανία με κάποιον τρόπο να ξεχαστεί και να παρέμβει. Απίθανο.
γ) Υπάρχει ρήτρα επίλυσης διαφορών σε διμερείς και πολυμερείς συνθήκες που να ορίζει το ΔΔΧ ως καθ’ ύλην αρμόδιο. Όχι μόνο δεν υπάρχει τέτοια συνθήκη αλλά το αντίθετο· η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 ορίζει Διαιτητικό Δικαστήριο που ιδρύεται βάσει του άρθρου 28 αυτής και έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για διαφορές που προκύπτουν σε ζητήματα ερμηνείας ή εφαρμογής της.
δ) Υπάρχει η προαιρετική ρήτρα υποχρεωτικής αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ συμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 36 του Καταστατικού. Δηλ. τα κράτη μπορούν να καταθέσουν δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ. Βάσει των δηλώσεων, το ΔΔΧ έχει αρμοδιότητα υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Κάθε διάδικο μέρος μπορεί να επικαλεσθεί τις επιφυλάξεις που τυχόν έχει θέσει, αλλά και τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει το άλλο μέρος στη δήλωσή του. Συνεπώς η αρμοδιότητα του ΔΔΧ εκτείνεται μόνο μέχρι του σημείου σύμπτωσης των δύο δηλώσεων. Δηλ. η κοινή βούληση των μερών, που αποτελεί τη βάση της αρμοδιότητας του ΔΔΧ, περιορίζεται στα όρια της πιο στενής δήλωσης. Και η Ελλάδα και η Γερμανία έχουν δεχθεί με δήλωσή τους την δικαιοδοσία του δικαστηρίου, όμως η Γερμανία έχει επιφυλαχθει για όλες τις διαφορές που προκύπτουν ή σχετίζονται με τις ένοπλες δυνάμεις της, όσον αφορά τον χρόνο γένεσης της διαφοράς (η προς επίλυση διαφορά δεν πρέπει να αφορά γεγονότα και καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα πριν την 1.05.2008 δηλ όταν απεδέχθη την δικαιοδοσία του δικαστηρίου) και για διαφορές που δεν που άπτονται της ερμηνείας ή της εφαρμογής μιας συνθήκης που επιβάλλει την υπαγωγή σε ένα άλλο δικαστήριο (βλ. ανωτέρω Συμφωνία του Λονδίνου). Επιπροσθέτως το ΔΔΧ στην απόφασή του για τα Νορβηγικά Δάνεια υποστήριξε ότι καθε κράτος δικαιούται να εξαιρεί από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με την δήλωσή του τις διαφορές έτσι οπως τις αντιλαμβάνεται το ίδιο, συμφωνα με την εθνική του νομοθεσία (Certain Norwegian Loans, France v. Norway, 1957 I.C.J. 9, 24). Συνεπώς, η Ελλάδα δεν μπορεί να σύρει την Γερμανία στο ΔΔΧ.
Μετέπειτα η επιλογή ένος ad hoc διαιτητικού δικαστηρίου είναι εκ των προτέρων απίθανη, καθως θα πρέπει να συμφωνήσει και η Γερμανία.
Επίσης, υπάρχει ο διεθνής εθιμικός* κανόνας της ετεροδικίας, ο οποίος αναφέρει ότι ένα κράτος δεν μπορεί να εναχθεί και να δικαστεί στα δικαστήρια του ξένου forum ακόμη και για αδικοπραξίες που φέρονται ότι τελέστηκαν στο έδαφος του ένεκα κυριαρχικών πράξεων. Και εφόσον είναι διεθνής εθιμικός κανόνας, τότε εφαρμόζεται άμεσα στην ελληνική έννομη τάξη δυνάμει του άρ. 28 παρ. 1 Σ. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από την ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας του αλλοδαπού Κράτους. Ο σεβασμός δε αυτός απoτελεί τo θεμέλιo της ισότητας των Κρατών.
Η διεθνής και ελληνική νομολογία είναι πλέον παγιωμένη όσον αφορά το προνόμιο στην κρατική ασυλία και στο ΔΔΧ: Congo v. Belgium και Germany v. Italy: Greece intervening. Και στο Ευρωπαϊκο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο: Al-Adsani v. UK, McElhinney v. Republic of Ireland, Jones v. UK, Καλογερόπουλος και λοιποί κατά Γερμανίας, Σφουντούλης και λοιποί κατά Γερμανίας. Και στο Δικαστήριο της ΕΕ (τότε ΔΕΚ), που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και ακολούθησε την ίδια λογική στο προδικαστικο ζήτημα στην υπόθεση C-292/05. Και στην ελληνική νομολογία έχουμε την απόφαση 6/2002 του ΑΕΔ την οποια ακολούθησε και ο Άρειος Πάγος στην απόφαση 2013/2013 για την Ισραηλιτική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα έγινε δεκτό ότι οι κανόνες της κρατικής ασυλίας έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα, συνεπώς το προνόμιο ισχυει ακομη και όταν παραβιάζονται κανόνες jus cogens δηλ. κανόνες επιτακτικού δικαίου. Δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών και των κανόνων της ετεροδικίας, καθώς τα δύο αυτά κανονιστικά σύνολα ρυθμίζουν διαφορετικό θέμα. Οι κανόνες της ετεροδικίας αφορούν το εάν τα δικαστήρια μπορούν ή όχι ν’ ασκήσουν δικαιοδοσία όσον αφορά υπόθεση άλλου κράτους και δεν κρίνουν την νομιμότητα των πράξεων. Μόνο εαν η ίδια η Γερμανία άρει το προνόμιό της μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα.
Δύο περιπτώσεις έμειναν ανοιχτές. Το Διαιτητικό Δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 και τα γερμανικά δικαστήρια· και στις δύο περιπτώσεις ο σκόπελος της διμερούς συμφωνίας του 1960 μοιάζει αξεπέραστος. Ιδίως αν λάβουμε υποψιν τις αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων όσον αφορά τις εβραϊκές κοινότητες της Σλοβακίας το 2001 και το 2003 όπου υποστηρίχθηκε ότι πρώτον οι κοινότητες συλλογικά δεν έχουν έννομο συμφέρον να διεκδικήσουν ατομικές αξιώσεις των μελών τους και δεύτερον ότι καθίστανται αναρμόδια τα γερμανικά δικαστήρια καθώς η υπόθεση, λόγω των διαφόρων διμερών και πολυμερών συμφωνιών, ανάγεται στο διεθνές επίπεδο.
*ο διεθνης εθιμικός κανόνας που είναι μία απο τις βασικές πηγές του διεθνούς δικαίου που δημιουργείται με opinio juris δηλ. πεποίθηση δικαίου και state practice δηλ. ομοιόμορφη αρνητική ή θετική πρακτικη της πλειοψηφίας των κρατών και δεσμεύει τα κράτη