Μετά από επτά χρόνια διαπραγματεύσεων και δεκαπέντε ημέρες “ομηρίας” απο τους Βαλόνους, υπεγράφη χθες στις Βρυξέλλες η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά, η περίφημη CETA.
Η συμφωνία προβλέπει την κατάργηση του 99% των εμπορικών δασμών και θα συμβάλλει στην τόνωση των εμπορικών σχέσεων με τον Καναδά κατά 12 δισ. ευρώ ετησίως, συντελώντας στη δημιουργία πρόσθετων θέσεων εργασίας.
Η κριτική που δέχτηκε η συμφωνία είναι πολλαπλή. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο τρόπος που διαπραγματεύεται η ΕΕ είναι αδιαφανής και εν γένει προβληματικός. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παίρνει μια εντολή για την πραγματοποίηση διαπραγματεύσεων και ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάνει μια απλή ενημέρωση χωρίς να συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση τα κράτη-μέλη. Η αντίδραση του Κοινοβουλίου των Βαλόνων ανέτρεψε τον τρόπο αυτό αφού για να επιτευχθεί, τελικά, η συμφωνία παρακέμφθηκε η ΕΕ και ένα εθνικό κοινοβούλιο προχώρησε σε απευθείας διαπραγματεύσεις. Αυτό από μόνο του δημιουργεί προηγούμενο. Επιπροσθέτως, φαίνεται πως η παρέμβαση των Βαλόνων αφαίρεσε από τη συμφωνία το άρθρο που προέβλεπε τη δυνατότητα υπέρβασης των νόμων των εθνικών κρατών από ένα είδος διαιτησίας που θα έκαναν διάφορα δικηγορικά γραφεία, αντικαθιστώντας το σώμα της διαιτησίας από δώδεκα δικαστές. Όλα αυτά τα διαβάζουμε σε μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντα άρθρα που συγκέντρωσε το Ινστιτούτο Bruegel. Συνιστούμε την ανάγνωση σε όποιον θέλει να έχει μια σφαιρική άποψε πέρα από την επιφανειακή συνθηματολογία.
Η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2017 και θα πρέπει να επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών-μελών της ΕΕ. Αυτή η διαδικασία μπορεί και να χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το βασικότερο όμως είναι ότι δεν πρέπει να θεωρείται και δεδομένο ότι θα ολοκληρωθεί ομαλά. Μετά τη Βαλονία όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.