Το διαδίκτυο βρίθει από ανώνυμες βιτριολικές επιθέσεις, στοχευμένες κατά προσώπων, για κάθε είδους θέμα, μια συμπεριφορά που κυμαίνεται από καθυβριστικές βωμολοχίες και λόγο προτρεπτικό σε διακρίσεις, μίσος, βία, έως και σεξουαλική παρενόχληση.
Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center διαπίστωσε ότι 4/10 ανθρώπους έχουν παρενοχληθεί διαδικτυακά, ενώ πολύ περισσότεροι έχει τύχει να διακρίνουν τέτοια συμπεριφορά προς τρίτους. Καθώς το trolling έχει απωλέσει κάθε μέτρο, προ πολλού, πολλοί ιστότοποι υψηλής αναγνωσιμότητας έχουν αναγκαστεί αφαιρέσεουν τη δυνατότητα σχολιασμού εξ ολοκλήρου.
Διάχυτη είναι η αντίληψη ότι τα trolls προέρχονται από μία μειονοτική -μα φωνακλάδικη- κοινωνιοπαθητική ομάδα ατόμων. Η πεποίθηση αυτή έχει ενισχυθεί όχι μόνο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και από έρευνες που επικεντρώθηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις τέτοιων ατόμων. Ορισμένες εξ αυτών έδειξαν ότι τα trolls φέρουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας προδιαθεσικά για εκφοβιστική συμπεριφορά, όπως αυξημένες τάσεις σαδισμού και υπερβάλλουσα αναζήτηση ψυχοκινητικής διέγερσης.
Τι συμβαίνει όμως όταν τα trolls είναι απλοί άνθρωποι, όπως εσείς και εγώ; Σε πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα του Πανεπιστημίου Stanford, διαπιστώθηκε ότι ακόμη και απλοί χρήστες ενδέχεται να υποκύψουν σε αυτό τον πειρασμό, δεδομένων ορισμένων συνθηκών.
Τα αποτελέσματα εξήχθησαν από μελέτη του διαδικτυακού σχολιασμού 667 συμμετεχόντων, δείγμα αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού ως προς τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων, ηλικίας και φύλου, ενώ επιβεβαιώθηκαν και από ανάλυση μεγάλης κλίμακας 16 εκατομμυρίων σχολίων στον ιστότοπο του CNN.
Η ερευνητική ομάδα στρατολόγησε τους συμμετέχοντες μέσω μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας συλλογικής ανάθεσης και, έπειτα, τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ένα ψυχολογικό τεστ, να διαβάσουν ένα άρθρο, και να σχολιάσουν κάτω από αυτό. Κάθε συμμετέχων είχε το ίδιο άρθρο, αλλά σε μερικούς ο προϋπάρχων σχολιασμός ξεκινούσε από trolling, ενώ σε άλλους από ουδέτερα σχόλια. Ως trolling ορίστηκε κάθε είδους σχολιασμός που απαγορεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές της διαδικτυακής κοινότητας του CNN, όπως οι καθυβριστικές βωμολοχίες και ο λόγος προτρεπτικός σε μίσος, παρενόχληση και βία.
Όπως προέκυψε από την ανάλυση, ο πρώτος παράγοντας που φαίνεται να επηρεάζει τη διάθεση για trolling είναι η ψυχολογία του ατόμου τη δεδομένη στιγμή. Άτομα με αρνητική διάθεση ήταν πολύ πιο πιθανό να αρχίσουν να ενδώσουν σε αυτή τη συμπεριφορά.
Βρέθηκε, επίσης, ότι η τάση για trolling κυμαίνεται αναλόγως με την ημέρα και την ώρα, σε συγχρονισμό με τα φυσιολογικά μοτίβα της ανθρώπινης διάθεσης. Το trolling ήταν πιο συχνό αργά το βράδυ, και λιγότερο το πρωί, ενώ έφτανε σε ύψιστα επίπεδα τις πρώτες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (ιδίως τη Δευτέρα).
Τα αποτελέσματα της έρευνας του Stanford αναδεικνύουν το πώς ακόμη και απλοί χρήστες ενδέχεται να καταχραστούν το δικαίωμα σχολιασμού, ενώ δύνανται να πληροφορήσουν και τη στρατηγική διαχείρισης εκ μέρους των διαδικτυακών κοινοτήτων, ώστε να αναχαιτίζουν έγκαιρα το trolling, προβάλλοντας αποτελεσματικότερα τους εποικοδομητικού διάλογους. (Π.Μπ.)

