Αμερικανικές εκλογές: Τί έδειξε το τρίτο debate.

Είναι μια παρατήρηση που επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και στις δύο καμπάνιες που έκανε και σίγουρα από την πρώτη στιγμή που ο Ντόναλντ Τράμπ εμφανίστηκε ως διεκδικητής πρώτα του χρίσματος του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών και στη συνέχεια του αξιώματος του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών: “Δεν είναι δυνατόν να τα κάνει όλα αυτά. Θέλει να χάσει τις εκλογές”.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο σε οποιονδήποτε να δεχτεί ότι πολλά από τα καμώματα του Τραμπ κατά τον προεκλογικό αγώνα είναι προϊόν κάποιου σχεδίου που εκπονήθηκε από κάποια ομάδα policy makers του Ρεπουμπλιανικού Κόμματος σε συνεργασία μ’ενα πλήθος ειδικών στη στρατηγική της επικοινωνίας και τη διαχείριση Τύπου. Παρ’όλη τη μυθοποίησή τους από την ποπ κουλτούρα, οι προεκλογικές καμπάνιες στις ΗΠΑ είναι πράγματι ένας κανονικός στρατός στη μάχη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, καθώς στελεχώνονται από τους καλύτερους ειδικούς στον τομέα τους, συνεπικουρούμενους από ολόκληρες ομάδες στατιστικών και data analysts, πλέον.

Μετά και το τρίτο debate, λοιπόν τα πράγματα είναι απολύτως σαφή: ο Ντόναλτ Τραμπ δεν εφαρμόζει κάποια στρατηγική που εκπόνησε το σοφιστικέ του επιτελείο, δεν προσποιείται τίποτα για να κερδίσει από τη δεξαμενή της οργής, δεν παριστάνει τον εκκεντρικό ή τον εκρηκτικό χαρακτήρα, δεν προσποιείται ότι περιφρονεί τους θεσμούς και το Σύνταγμα της χώρας τους. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι όντως αυτό που βλέπουμε.  Κι αν πρέπει να επισημάνουμε μόνο μία επιτυχία της Χίλαρι Κλίντον σ’αυτά τα τρία debates θα ήταν ακριβώς αυτή: όπως και στα δύο προηγούμενα debates έτσι και σ’αυτό η Κλίντον κατάφερε να αποδείξει ότι ο Τραμπ είναι απολύτως ακατάλληλος στο επίπεδο της πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης να αναλάβει μια δουλειά που ανάμεσα στις αρμοδιότητές της είναι η διαχείριση ενός πυρηνικού οπλοστασίου.

Ο Τραμπ όπως και στα δύο προηγούμενα debate άρχισε καλά. Έδειξε ψύχραιμος και συγκροτημένος. Μας έδινε την εντύπωση ότι έστω και στο τελευταίο debate θα έδειχνε να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το να συγκρατήσει το ρεύμα φυγής των στελεχών του ρεπουμπλικανικού κόμματος και να περιορίσει τις απώλειες σε προπύργια των Ρεπουμπλικανών όπως αυτές καταγράφονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Όμως όχι. Μετά από 45′ λεπτά έχασε για άλλη μια φορά το focus του και την ψυχραιμία του. Άρχισε να βρίζει και να παραλογίζεται μέχρι να δώσει, στην καμπάνια του το τελικό χτύπημα: Όταν ρωτήθηκε εαν θα αποδεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών εκείνος απάντησε: “Θα το αποφασίσω εκείνη τη στιγμή. Θα σας κρατήσω σε σασπένς”.

Για να το δούμε λίγο αυτό. Η απροθυμία του να σπεύσει να δηλώσει ότι θ’αποδεχτεί την ειρηνική μετάβαση στην εξουσία, θέμα ταμπού για τη δημοκρατική παράδοση των ΗΠΑ και ειδικά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πέραν από άλλη μια επίδειξη περιφρόνησης προς το πολίτευμα θα έχει απολύτως απτές και μετρησιμες συνέπειες. Τα τελευταία στελέχη των Ρεπουμπλικανών που έχουν απομείνει να τον στηρίζουν είναι βέβαιο ότι τις επόμενες ημέρες θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση καθώς ο Τύπος θα τους κυνηγήσει ανελέητα για να πάρουν θέση απέναντι σ’αυτή την εξωφρενική δήλωση.

Για τη Χίλαρι Κλίντον ήταν η καλύτερη από τις τρεις εμφανίσεις στις τηλεμαχίες. Έδειξε ότι έχει πλέον μάθει τη φόρμουλα εξουδετέρωσης του Τραμπ, την δοσολογία του πότε θα αγνοήσει τον Τραμπ και πότε πρέπει να μπει σε καυγά μαζί του. Σημειώνουμε εδώ και το εξής φαινόμενο: για τους δημοσιογράφους ήταν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλύπτουν ψύχραιμα όλο αυτό που κάνει ο Τραμπ και για να εξισορροπήσουν τα ρεπορτάζ, έγιναν υπερβολικά σκληροί απέναντι στην Κλίντον σφυροκοπώντας την ξανά και ξανά με ερωτήσεις για θέματα που έχει ήδη απαντήσει με επάρκεια. Έτσι και εχθές. Απάντησε από την αρχή για τα πάντα. Μέχρι και για τα λεγόμενα “αδικαιολόγητα”, τη χρήση του προσωπικού της εμέηλ, το Ίδρυμα Κλίντον και όλα αυτά που την έχουν χρωματίσει ως διαπλεκόμενη. Αλλά το έκανε για άλλη μια φορά ήρεμα με επάρκεια. Η στρατηγική του να σταθεί ήρεμη, ψύχραιμη, σταθερή απέναντι στον Τραμπ φαίνεται ότι απέδωσε καρπούς.

Εαν η Χίλαρι Κλίντον κερδίσει τις εκλογές, δεν θα έχει κερδίσει μόνον η Δημοκρατία, όπως εκτιμούν οι πολιτικοί αναλυτές. Στο επίπεδο της στρατηγικής της επικοινωνίας θα είναι μια νίκη της ευπρέπειας, της συγκρότησης, της μετριοπάθειας, απέναντι στην οξύτητα, τον ακραίο λαϊκισμό και το λόγο μίσους, όλα αυτά που κάποιοι, είτε από άγνοια είτε από δόλο, διαφημίζουν ως δηλωτικά αληθινα δυναμικού πολιτικού. Πέραν όλων των άλλων είναι και μια μάχη ύφους και τακτικών επικοινωνίας. Είναι η μάχη της μετριοπάθειας απέναντι στην πολωση με τακτικές όξυνσης. Και η νίκη θα είναι στην κυριολεξία επί των επικοινωνιακών σημείων.

Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία.

 

Αμερικανικές εκλογές: Ώρα για το τρίτο και τελευταίο debate.

Απόψε στις 9.00 μ.μ. (ώρα Ανατολικών Ακτών) και 4.00 π.μ ώρα Ελλάδος, θα διεξαχθεί το τρίτο και τελευταίο debate μεταξύ των δύο υποψηφίων για τον θώκο του Προέδρου των ΗΠΑ.

Το ντιμπέιτ θα διεξαχθεί στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Λας Βέγκας (UNLV) και θα διαρκέσει, περίπου, μιάμιση ώρα και μπορούμε να το δούμε στα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά σάιτ μέσω ίντερντετ.

Τη διαδικασία θα συντονίσει ο δημοσιογράφος του Fox News Chris Wallace, πολυβραβευμένος ως άνκορμαν στο Fox στο οποίο εργάζεται από το 2003. Έχει καλύψει για λογαριασμό του καναλιού κάθε σημαντικό πολιτικό γεγονός και είναι γνωστός για το επιθετικό ύφος των ερωτήσεών του τόσο προς τους Ρεπουμπλικανούς όσο και προς του Δημοκρατικούς.

Το debate θα αποτελείται από έξι (6) δεκαπεντάλεπτες ενότητες ερωτήσεων. Κάθε υποψήφιος θα έχει στη διάθεσή του δυο λεπτά για ν’απαντήσει σε κάθε ερώτηση και μια ευκαιρία στον αντίπαλό του. Οι έξι ενότητες θα καλύπτουν την μετανάστευση, το χρέος, την πλήρωση των κενών θέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο, την Οικονομία και την Εξωτερική Πολιτική.

Πληροφορίες από το Politico.

Διαβάστε τις αναλύσεις για τα δύο προηγούμενα debates που δημοσιεύσαμε στο FACT.

Για το πρώτο έγραψε ο Ευτύχης Βαρδουλάκης (Σύμβουλος Στρατηγικής- Stratego Communications)
Για το δεύτερο έγραψε ο Άκης Γεωργακέλλος (Σύμβουλος Στρατηγικής – Stratego Communications)
Για το τρίτο θα γράψει η υπογράφουσα, Σύμβουλος Στρατηγικής και επιμελήτρια του Fact )

Βίβιαν Ευθυμιοπούλου.

 

Το κόστος της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη, επανέρχεται.

Το πόσο κόστισε η “Διαπραγμάτευση Τσίπρα-Βαρουφάκη” κατά το α’εξάμηνο το 2015 που τελικά οδήγησε στο τρίτο  μνημόνιο, είναι ένα θέμα που επανέρχεται κατά καιρούς. Στο FACT έχουμε ανθολογήσει τις ειδήσεις για το θέμα όταν παράγονται από θεσμικά πρόσωπα που είχαν κάποια εμπλοκή στην ιστορία.

Συγκεντρώσαμε όλες τις δηλώσεις που έχουν γίνει, μέχρι σήμερα, για το θέμα και θα ενημερώνουμε εάν προκύψει κάτι σχετικό.

Τον Μάιο του 2016 και μιλώντας στο LSE ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ.Γιάννης Στουρνάρας, απαντώντας στα σχόλια που έκανε στην ομιλία του ο τότε προέδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών (και νυν προέδρος του Μεγάρου Μουσικής) Νικ. Θεοχαράκη είπε τα εξής:

“Και λυπάμαι πολύ που πρέπει να παρατηρήσω ότι η ομιλία του Νίκου Θεοχαράκη, πριν από τη δική μου, ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα κομματικοποιημένης πολιτικής ανάλυσης αφού ήμουν υπουργός στην κυβέρνηση που περιέγραψε στον κομματικό λόγο που εξεφώνησε, ως αποικιοκρατική. Απέφυγε όμως να παραδεχτεί ότι η “υπερήφανη” διαπραγμάτευση που έκανε εκείνος και ο Γιάνης Βαρουφάκης που κατάφερε ναλλάξει το όνομα της “Τρόικας” σε “θεσμούς” και να μετακομίσει τους δανειστές από τα υπουργεία, στο Χίλτον, είχε ένα κόστος. Αν υποθέσουμε ότι όσα περιέγραψε στην ομιλία του ήταν οφέλη τότε είχαν κόστος: 86 δις. Τόσο κόστισε το τρίτο μνημόνιο και τα κάπιταλ κοντρόλ που επιβλήθηκαν μετά την εκροή 45δις σε καταθέσεις. Και αυτά τα κάπιταλ κοντρολ επεβλήθησαν για να εξασφαλίσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που κλονίστηκε εξαιτίας της “γενναίας διαπραγμάτευσης” που έκανε ο κ.Θεοχαράκης με τον κ.Βαρουφάκη. Λυπάμαι αλλά ήθελα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους”.

Πηγή: FACT 19/05/2016.

Στο θέμα του κόστους της “Διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη” αναφέρθηκε και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ στις 23/06/2016. Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσο τελικά κόστισε αυτή η διαπραγμάτευση είπε:

Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να το υπολογίσει κανείς. Γνωρίζω ότι η ΤτΕ έχει υπολογίσει ένα ποσό ύψους 80 δις ευρώ αν δεν κάνω λάθος. Θα μπορούσε κανείς να σταθεί και στις προβλέψεις για την ανάπτυξη, που πριν αλλάξει η κυβέρνηση, η εκτίμηση του ΔΝΤ το Δεκέμβριο του 2014, είναι δημοσιοποιημένη, μιλούσε για ανάπτυξη στην Ελλάδα 2,5% το 2015 και 3,5% το 2016. Άρα αυτό αθροιστικά μας κάνει ανάπτυξη 6%. Αντιθέτως, αυτά τα δύο χρόνια είχαμε μικρή ύφεση, αυτό θα μπορούσε επίσης να μετρηθεί για να υπολογίσεις το κόστος. Έξι μονάδες του ΑΕΠ, άρα αυτό κάνει περισσότερο από 100 δις ευρώ. Όπως είπα δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος, αλλά το κόστος ήταν πολύ μεγάλο.

Στη δήλωση αυτή του Κλάους Ρέγκλινγκ απήντησε το ΥΠΟΙΚ δια στόματος Γιώργου Χουλιαράκη:

“Δεν μπορώ να καταλάβω από πού προκύπτει αυτό που λέει, είναι επιστημονικά αδόκιμο”.

Το θέμα επανήλθε στη συνέντευξη που έδωσε χθες, 16/10/2016 στην “Καθημερινή” και την Ελένη Βαρβιτσιώτη, ο πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπέι.

“Δεν υπολόγισε σωστά ο κ. Τσίπρας εξαιτίας της έλλειψης διεθνούς εμπειρίας, νόμιζε ότι οι αριστερές κυβερνήσεις θα τον στηρίξουν”. Γι’ αυτό και “πήγαινε στο Παρίσι και στη Ρώμη μόλις εκλέχθηκε για να αποσπάσει την στήριξη των Σοσιαλιστών αλλά στην πραγματικότητα ήταν αντίπαλος των παραδοσιακών Σοσιαλιστικών κομμάτων” λέει. “Ηταν τελείως λάθος υπολογισμοί” και προσθέτει ότι “ο ανεύθυνος υπουργός Οικονομικών” εννοώντας τον κ. Βαρουφάκη, “χάλασε το παιχνίδι αλλά κατέστρεψε μαζί και την εικόνα της Ελλάδας για να χτίσει τη δική του” λέει σε πολύ έντονο ύφος – πρώτη φορά στο γεύμα μας. “Στοίχισε στη χώρα δισεκατομμύρια ευρώ”. Και αφού το σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα προσθέτει “Δεκάδες δισεκατομμύρια!”.

Δεύτερο debate μεταξύ Κλίντον- Τραμπ. Ποιος κέρδισε;

Γράφει ο Άκης Γεωργακέλλος*

Το τελικό ερώτημα μετά από κάθε debate είναι πάντα ένα: Ποιος νίκησε; Η απάντηση, στην πραγματικότητα, εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τη «νίκη». Αν νικητή θεωρούμε αυτόν που μια στροφή πριν το τέλος φαίνεται πιο κοντά στην επικράτηση, τότε νικήτρια του 2ου debate ήταν η Κλίντον, αφού το πέρασε και αυτό χωρίς να χάσει το προβάδισμα που καταγράφεται να έχει στις δημοσκοπήσεις. Αν, όμως, ως νικητή θεωρούμε αυτόν που βελτίωσε τη θέση του σε σχέση με το πού βρισκόταν πριν το debate, τότε τον πόντο τον παίρνει ο Τραμπ, αφού από εκεί που τον βλέπαμε σε ελεύθερη πτώση λόγω του #TrumpTape, τώρα είναι ξανά μέσα στο παιχνίδι.

Προσωπικά είμαι περισσότερο κοντά στη δεύτερη προσέγγιση. Ασφαλώς είναι επιτυχία για την Κλίντον ότι έχουν περάσει 2 από τα 3 debate και αυτή προηγείται. Όμως, ας θυμηθούμε πώς ήταν τα πράγματα για τον Τραμπ πριν τη χτεσινή βραδιά και ας δούμε πώς είναι τώρα: Η όλη συζήτηση ήταν αποκλειστικά γύρω από τα όσα έλεγε στο γνωστό βίντεο –τώρα όχι πια, έβαλε κι άλλα θέματα στο τραπέζι. Κι επιπλέον, σημαντικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων δήλωναν ότι τον εγκαταλείπουν –ως δια μαγείας, αυτό ούτε καν αναφέρθηκε στο debate (κι αυτό ήταν σίγουρα και ένα τακτικό λάθος της Κλίντον). Συνολικά, πάντως, και οι δύο υποψήφιοι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι και –με λίγες εξαιρέσεις- συνεπείς ως προς τη στρατηγική τους.

Η Κλίντον σίγουρα έδειχνε πολύ περισσότερο «προεδρική». Κι αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτούμε πως έχει να ξεπεράσει το γεγονός ότι κανείς δεν είναι εξοικειωμένος με την εικόνα μιας γυναίκας Προέδρου των ΗΠΑ. Ήταν ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της βραδιάς. Δεν διέκοπτε αλλά και δεν δεχόταν εύκολα τις διακοπές. Η ούτως ή άλλως δυνατή εικόνα της, ήταν ακόμα πιο βελτιωμένη –για παράδειγμα, αυτή τη φορά δεν κοιτούσε τις σημειώσεις της, ενώ απευθυνόταν με άνεση στους πολίτες που της έκαναν ερωτήσεις. Πήγαινε το μήνυμά της ως το τέλος, σχεδόν σε κάθε απάντηση, με απόλυτη στοχοπροσήλωση. Έδινε αρκετά συγκεκριμένες απαντήσεις για τις πολιτικές που σκοπεύει να ακολουθήσει και απέφευγε τις γενικολογίες. Με κάθε ευκαιρία προέβαλε τις αξίες που έχουν κεντρική θέση στον πολιτικό λόγο της (συνεργασία, σεβασμός στη διαφορετικότητα, πίστη στο ότι οι ΗΠΑ είναι «το καλό») και, σε αντιδιαστολή, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις πρόσφατες αποκαλύψεις κατά του Τραμπ για να υπενθυμίσει πώς αντιμετωπίζει όχι μόνο τις γυναίκες, αλλά σχεδόν κάθε κρίσιμη εκλογικά κοινωνική ομάδα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι –με ποδοσφαιρικούς όρους- η Κλίντον χτες έπαιξε περισσότερο για να μην χάσει. Αν τελικά το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι υπέρ της, σίγουρα θα θυμηθεί ότι πριν το 2ο debate είχε την ευκαιρία να τελειώσει τον αντίπαλό της, αλλά δεν το έκανε.

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, υπηρέτησε με συνέπεια την «ανορθόδοξη» εικόνα που έχει κτίσει από την αρχή της καμπάνιας του. Μπήκε πολύ δυνατά, για να κάνει την αντεπίθεσή του, και ιδίως στο πρώτο κομμάτι αξιοποίησε σχεδόν κάθε απάντησή του για να θέσει νέα θέματα στην ατζέντα. Βρήκε την ευκαιρία να εντάξει το Obamacare στην πρώτη του απάντηση, τον ρώτησαν για τις πρόσφατες αποκαλύψεις εναντίον του και απάντησε για το ISIS και, βέβαια, κορύφωσε αυτή την προσπάθεια βάζοντας στο τραπέζι τις κατηγορίες εναντίον του Μπιλ Κλίντον και, στη συνέχεια, εναντίον της Χίλαρι Κλίντον για το θέμα των email. Επανέλαβε αρκετές φορές την κεντρική του θέση, ότι αυτός μπορεί να κάνει πράξεις, σε αντίθεση με την αντίπαλό του και γενικώς τους παλαιότερους πολιτικούς που είναι όλο λόγια. Χρησιμοποίησε πολύ σκληρές εκφράσεις, όπως ότι η Κλίντον «έχει μίσος στην καρδιά της». Στην πορεία της βραδιάς κουράστηκε κάπως, δεν ξέφυγε πάντως από τη στρατηγική του. Και βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα πιο χαρακτηριστικό της όλης ανορθόδοξης παρουσίας του, από το γεγονός ότι πέρασε σχεδόν το μισό debate κόβοντας βόλτες πίσω από την Κλίντον την ώρα που μιλούσε –και κυριολεκτικά προσπάθησε να μην της χαρίσει ούτε μισό πλάνο 100% δικό της…

Οι μόνες απαντήσεις που έδωσαν και οι δύο και φάνηκαν εκτός στρατηγικής, ήταν στην τελευταία ερώτηση («πείτε κάτι θετικό για τον αντίπαλό σας»). Και οι δύο, λέγοντας κάτι καλό για τον άλλον, έδειξαν υπεράνω και δυνατοί. Όμως, άθελά τους, επέλεξαν να αναγνωρίσουν στον αντίπαλο στοιχεία που συγκρούονται με όλη την κριτική που του κάνουν. Η Κλίντον εξήρε τα παιδιά του Τραμπ (το οποίο τον δείχνει καλό οικογενειάρχη και αποδυναμώνει τη σεξιστική εικόνα του) και ο Τραμπ τη μαχητικότητα της Κλίντον (σε αντίθεση με όσα έλεγε επίμονα στο προηγούμενο debate ότι δεν έχει σθένος και αντοχές – «stamina»).

Σε επίπεδο συμβολισμών, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι οι δύο υποψήφιοι δεν αντάλλαξαν χειραψία όταν συναντήθηκαν στο ξεκίνημα. Αυτό ήταν μάλλον πρωτοβουλία της Κλίντον στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του Τραμπ μετά τις σεξιστικές του δηλώσεις, αφού βλέποντας κανείς προσεκτικά το βίντεο, θα μπορούσε να διακρίνει ένα κάπως αμήχανο βήμα του Τραμπ προς την Κλίντον, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται και τελικά μένουν και οι δύο στις θέσεις τους. Αντιθέτως, στο τέλος, με επίσης αμήχανη πρωτοβουλία του Τραμπ, δίνουν τα χέρια. Έχουν προφανώς παίξει ρόλο και οι απαντήσεις στην τελευταία ερώτηση.

Λίγο πριν την τελική ευθεία, λοιπόν, η Κλίντον καταγράφεται μπροστά. (Ας βάλουμε πάντως και έναν αστερίσκο γιατί διεθνώς στις εκλογικές μάχες των τελευταίων ετών, οι πιο αντισυστημικές και λαϊκίστικες υποψηφιότητες συχνά καταγράφουν μεγαλύτερα του αναμενομένου ποσοστά –αποτέλεσμα της διεθνούς κατάστασης αλλά ίσως και του διαφορετικού πολιτικού λόγου που ευνοεί η νέα πραγματικότητα των social media.)  Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό του κλισέ που ισχύει και για τους δύο αντιπάλους, αλλά κυρίως για τον Τραμπ: στο debate του Λας Βέγκας θα παίξει τα ρέστα του!

*Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία και managing partner στην εταιρεία Stratego.

 

Είναι αυτό το “θανατηφόρο χτύπημα” στον Τραμπ ;

Το πρωί της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου και στα γραφεία της εφημερίδας Washington Post χτύπησε το τηλέφωνο του συντάκτη David Fahrenthold. “Σ’ενδιαφέρει να δεις ένα βίντεο με τον Τραμπ που δεν έχει προβληθεί ποτέ ξανά;”, ρώτησε η ανώνυμη πηγή. Φυσικά ο συντάκτης απάντησε καταφατικά και μόλις είδε το ολιγόλεπτο βίντεο ξεκίνησε το σπριντ της αποκάλυψης της ιστορίας (The Washington Post).

Το βίντεο χρονολογείται από το 2005 και αφορά μια συζήτηση του Ντόναλντ Τραμπ και του Billy Bush (ξάδελφο του πρώην αμερικανού προέδου J.W.Bush). Η συζήτηση ελάμβανε χώρα μέσα στο van της εκπομπής “Access Hollywood” του τηλεοπτικού καναλιού NBC κι ενώ αυτό κατευθυνόταν προς το στούντιο της εκπομπής στην οποία θα εμφανιζόταν ο Τραμπ ως καλεσμένος του Μπίλυ Μπους.

Στο βίντεο ακούμε τη φωνή του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών ενώ αφηγείται την απόπειρα να κάνει σεξ με μια γυναίκα που στο ηχητικό λέγεται “Νάνσυ”. Ήταν παντρεμένη και αρνήθηκε τις προτάσεις του Τραμπ εαν κι εκείνος πριν επιχειρήσει να την αρπάξει δια της βίας αποπειράθηκε να την δελεάσει με τα λεφτά του προτείνοντάς της να πάνε για ψώνια για να αγοράσουν έπιπλα για το σπίτι τους. Πέραν του ύφους της συνομιλίας φέρεται να λέει πως “Όταν είσαι σταρ μπορείς να τις κάνεις ό,τι θες”.

Το ύφος της συνομιλίας είναι τέτοιο που πολλά τηλεοπτικά μέσα, όπως το CNN, μπήκαν στο δίλημμα για το εαν θα πρέπει να το μεταδώσουν. Τη γνησιότητα του βίντεο την παραδέχτηκε αμέσως ο Ντόναλντ Τραμπ με βίντεο που δημοσίευσε στο facebook όπου απολογείται για το λάθος του αλλά καταγγέλλει τη δημοσίευσή του ως απόπειρα των Δημοκρατικών ν’αλλάξουν τη συζήτηση ενώ ανακοίνωση εξέδωσε και Billy Bush στην οποία αναφέρει ότι ντρέπεται για τη συνομιλία και ότι από τότε έχει ωριμάσει ως άνθρωπος και σήμερα δεν θα την επαναλάμβανε.

Ποιο ακριβώς είναι το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί;

Όσοι παρακολουθούν την αμερικανική κοινή γνώμη σε βάθος χρόνου καταλαβαίνουν ότι το ζήτημα που δημιουργήθηκε ξεπερνά την έτσι κι αλλιώς γνωστή περιφρόνηση του Τραμπ προς το γυναικείο φύλο. Εαν πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, στην εποχή του σκανδάλου Κλίντον-Μόνικας Λουίνσκι θα θυμηθούμε ότι η βασική κριτική που δέχτηκε ο Κλίντον τόσο από τους ορκισμένους αντιπάλους του όσο κι από τους πολιτικούς του φίλους δεν περιορίζονταν στο ζήτημα της απιστίας. Τον κατηγόρησαν ότι έκανε κατάχρηση της εξουσίας του και μάλιστα μέσα στο ίδιο το Οβάλ Γραφείο, το απόλυτο σύμβολο εξουσίας στον πλανήτη σε βάρος μια νέας γυναίκας την οποία η οικογένειά της, μια μέση αμερικανική οικογένεια είχε εμπιστευθεί στην αμερικανική πολιτεία. Αυτή ήταν τότε η ουσία του σκανδάλου Λουίνσκι.

Σήμερα, αυτό που θα στοιχίσει στον Τραμπ, δεν είναι μόνο το ύφος της συνομιλίας και η φύση των σχολίων. Είναι ότι επιμένει να ριχτεί σε μια παντρεμένη γυναίκα την οποία για να την πείσει χρησιμοποιεί τον πλούτο και την κοινωνική του θέση. Μπορούμε όλοι να φανταστούμε την εντύπωση που θα κάνει αυτό στον μέσο, συντηρητικό ψηφοφόρο της μεσαίας τάξης και μάλιστα αυτόν που τον ακολουθεί μέσα στο πλαίσιο του ασαφούς αντισυστημισμού απέναντι στα “πολιτικά τζάκια”.

Ο σάλος ήταν τεράστιος. Σύμφωνα με τη Washington Post που έκανε την αποκάλυψη, μόλις δημοσίευσε το βίντεο στο σάιτ της υπήρξε στιγμή που έβλεπαν το βίντεο 100.000 χρήστες ταυτοχρόνως με αποτέλεσμα να “κρασάρει” για λίγα λεπτά ο σέρβερ της.

Οι πιο σφοδρές αντιδράσεις αυτή τη στιγμή καταγράφονται (The Washington Post) στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών. Από τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Ρεπουμπλικανών μέχρι κορυφαίας στελέχη – Γερουσιαστές του κόμματος, όλοι έσπευσαν να καταγράψουν τον αποτροπιασμό τους.

Η αποκάλυψη μπορεί να λειτουργήσει ως “θανατηφόρο χτύπημα” στην καμπάνια Τραμπ. Μένει να το δούμε. Ενόψει μάλιστα του πολύ κρίσιμου debate της Κυριακής…

Βίβιαν Ευθυμιοπούλου.