Μια εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που απεχθάνονται οι εθνικιστές.

Η Εθνική Γερμανίας είναι ιστορικά η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Έχει 4 παγκόσμια κύπελλα στην κατοχή της, ένα λιγότερο από τη Βραζιλία και τις περισσότερες παρουσίες σε τελικούς. Έχει χαρίσει αμέτρητες συγκινήσεις στους Γερμανούς. Φέτος όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Το ακροδεξιό ξενοφοβικό AfD πήρε ποσοστό στις τελευταίες εκλογές ποσοστό 13%, τριπλασιάζοντας τη δύναμή του. Το ακροατήριο του όμως είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Την Εθνική ομάδα της Γερμανίας φέτος απαρτίζουν 7 από τους 23 παίκτες που έχουν γονείς μη-Γερμανούς. Ο καλύτερος όλων είναι ο αμυντικός Jerome Boateng, ο οποίος σε ένα φιλικό αγώνα προ μηνών έγινε ο πρώτος μαύρος παίκτης της Γερμανίας που φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Αυτό οδήγησε τον αρχηγό του AfD να προβεί στη δήλωση πως “είναι εξαιρετικός παίκτης, αλλά δεν ξέρω αν θα ήθελε κανείς να μένει στην ίδια γειτονιά μαζί του.”
Για πρώτη φορά τόσο έντονα στην ιστορία και επ΄αφορμής της αύξησης της εκλογικής επιρροής των ξενοφοβικών η Εθνική Γερμανίας δεν ενώνει όλους τους Γερμανούς. Ακόμα ένας λόγος να θέλουμε να πάει καλά και σε αυτό το Μουντιάλ.

Γιώργος Γιάνναρος

Η πολιτική επιδρά άμεσα στο Μουντιάλ

Στα πλαίσια της ακύρωσης της συμφωνίας ΗΠΑ – Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα και των νέων ποινών που θέσπισε το Μάιο η διακυβέρνηση Trump για το καθεστώς του Ιράν, η NIKE ανακοίνωσε 3 μέρες προτού η Εθνική ομάδα του Ιράν αγωνιστεί στο Μουντιάλ, πως αναγκάζεται να αποσύρει την παροχή ποδοσφαιρικών παπουτσιών στην εθνική ομάδα του Ιράν, φοβούμενη πως θα βρεθεί αντιμέτωπη με υπέρογκο πρόστιμο από την διακυβέρνηση Trump. Ο προπονητής της Εθνικής Ιράν χαρακτήρισε άδικη την απόφαση της NIKE και ζήτησε τη “βοήθεια” της FIFA. Independent.

Γιώργος Γιάνναρος

Με αφορμή την αποχώρηση του Δημήτρη Διαμαντίδη.

13331111_10153644348729786_6718886905179225256_nΤου Άκη Γεωργακέλλου* 

Χτες βράδυ, ο Δημήτρης Διαμαντίδης ολοκλήρωσε την καριέρα του. Αυτό ήταν και δεν θα βγει άλλος. 3 Ευρωλίγκες, ένα Ευρωμπάσκετ, 9 πρωταθλήματα και 10 κύπελλα Ελλάδας, αμέτρητες ομαδικές και ατομικές διακρίσεις με τον Παναθηναϊκό και την Εθνική.

Μπασκετικά όποιος έχει παίξει μαζί του θα σου πει ότι είναι ο απόλυτος ηγέτης, αυτός που δούλευε περισσότερο από όλους γι’ αυτό και βελτιωνόταν συνεχώς, ο τέλειος team player και ο ορισμός αυτού που οι Αμερικάνοι λένε clutch player, δηλαδή ο παίχτης που στα τελευταία κρίσιμα δευτερόλεπτα θα έχει την ικανότητα, την αντοχή κάτω από πίεση και κυρίως το καθαρό μυαλό, για να κάνει το σωστό. Αν όμως αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν δείξει και άλλοι παίχτες (όχι πολλοί φυσικά) ο Διαμαντίδης δεν είναι μόνο αυτά.

Είναι ο παίχτης που άλλαξε την εικόνα που έχουμε για το άθλημα: Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ως ο κορυφαίος, όχι αυτός που σκόραρε περισσότερο (το έκανε κι αυτό βέβαια πολλές φορές) αλλά αυτός που έκανε τέλεια τα πάντα και ιδίως τις θεωρούμενες ως πιο «δευτερεύουσες» δουλειές (ασίστς, κλεψίματα, άμυνα, ριμπάουντς).

Είναι όμως και ο άνθρωπος που άλλαξε την εικόνα που έχουμε για το star system: Έγινε σταρ χωρίς σταριλίκι, Παναθηναϊκό ίνδαλμα χωρίς να πουλήσει ποτέ οπαδιλίκι, λαϊκός ήρωας χωρίς να γίνει ούτε για ένα λεπτό λαϊκιστής (αλήθεια, όμως, πόσο ταιριαστά αυτά και με την παραδοσιακή ιδιοσυγκρασία του Παναθηναϊκού). Σχεδόν εξωγήινος μέσα στο γήπεδο, «ένας από εμάς» έξω από αυτό.

Σε επίπεδο επικοινωνίας, αποτελεί παράδειγμα σεμιναριακού επιπέδου για το πώς κάποιος κορυφαίος μιλάει με το έργο του και την αξία του και όχι με μεγάλα λόγια. Κάνει αυτό που κάνει τέλεια, αλλά και με μία αίσθηση για τον εαυτό του ότι «έλα μωρέ, δεν κάνω και κάτι τρομερά σημαντικό». Εδώ τον άνθρωπο τον ρώτησαν λίγα λεπτά μετά το τελευταίο του παιχνίδι πώς του φαίνεται η ιδέα να πάρει το ΟΑΚΑ το όνομά του και αυτός απάντησε γελώντας «συγγνώμη που θα το πω αλλά αυτό είναι και λίγο βλακεία»! Είναι όμως αξιοθαύμαστος και γιατί δεν θέλησε να παίξει με την εικόνα του ούτε στο τέλος. Μπορούσε προφανώς να συνεχίσει το μπάσκετ –με όλο και μικρότερο χρόνο συμμετοχής και λιγότερο σπουδαίες επιδόσεις, αλλά πάντως σε υψηλό επίπεδο- όμως προτίμησε να σταματήσει όσο ακόμα ήταν ο Διαμαντίδης που ξέρουμε.

Βέβαια, για να εξελιχθεί και να φτάσει στο επίπεδο που έφτασε, χρειάστηκε να βρεθεί και σε ένα club που του ταίριαζε απόλυτα και του εξασφάλιζε ακριβώς το περιβάλλον που χρειαζόταν για την εξέλιξή του: στον Παναθηναϊκό, στα χρόνια της οικογένειας Γιαννακόπουλου αλλά και του Ομπράντοβιτς (με τον οποίον συνεργάστηκε στα περισσότερα και πιο καθοριστικά για το μύθο του χρόνια της καριέρας του).

Η Ελλάδα μπορεί να γίνει άλλη χώρα, αν βρεθούν μερικοί Διαμαντίδηδες που να συνδυάζουν το σπάνιο ταλέντο με τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση στο να βοηθήσουν όλη την ομάδα γύρω τους να γίνει καλύτερη –αλλά και αν η πατρίδα μας καταφέρει να δημιουργήσει το περιβάλλον για να ευδοκιμήσουν.

*Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία.