Οι Ποινικοί Κώδικες «του ΣΥΡΙΖΑ»

Του Μιχάλη Καλογήρου*

Από την έναρξη ισχύος των ποινικών Κωδίκων έχουν μεσολαβήσει πέντε μήνες. Διάστημα που ταυτίζεται με την θητεία της κυβέρνησης της ΝΔ η οποία άμεσα, όπως εξάλλου είχε δεσμευτεί, προχώρησε ήδη σε τροποποιήσεις. Είχε βέβαια μεσολαβήσει χρονικό διάστημα ικανό προκειμένου η μεταρρύθμιση αυτή να υπαχθεί και μάλιστα προεκλογικά στις ανάγκες του δόγματος «νόμος και τάξη», δόγμα προνομιακό για τη ΝΔ, αφού εύκολα μπορούσε να επιχειρηματολογεί επί τεχνικών ζητημάτων, δυσνόητων για τους μη νομικούς, απευθυνόμενη σε ανασφάλειες της ελληνικής κοινωνίας. Η έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για το σωφρονιστικό σύστημα (Μάρτιος 2019) έχει ήδη καταδείξει ότι η εγκληματικότητα στη χώρα μας είναι κάτω από το μέσο όρο των χωρών-μελών του οργανισμού. Οι ποινές σε αυτή τη χώρα είναι από τις υψηλότερες, ιδίως οι ισόβιες καθείρξεις. Οι πολίτες αυτής της χώρας είναι πρώτοι στον φόβο. 

Οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, παρά τις ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις ή διαφωνίες ως προς επιμέρους σημεία τους, στον σημαντικότερο βαθμό πέτυχαν να συγκεράσουν τους στόχους του εκσυγχρονισμού της ποινικής μας νομοθεσίας σύμφωνα με την ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι κατ’ εξοχήν καρποί της φιλελεύθερης αντίληψης στο ποινικό δίκαιο, που ακόμη αντέχει και μέσω αυτών ανανεώνεται, καταφέρνοντας να συνδυάσουν τα σύγχρονα αιτήματα για επιτάχυνση των διαδικασιών, σε έναν κόσμο που τρέχει πια εν γένει με μεγάλες ταχύτητες, και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην αυθαίρετη και ανεπιεική ποινική εξουσία. Είναι το αποτέλεσμα διεργασιών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών μιας δεκαετίας. Ψηφίστηκαν από την Βουλή με τη συνταγματικά προβλεπόμενη “διαδικασία των κωδίκων”, προκειμένου να διαφυλαχτεί το κύρος τους απέναντι στις ήδη τότε ορατές προσπάθειες, που, με τη δύναμη και της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, έτειναν στο να προκαλέσουν την άποψη ότι οι Κώδικες είναι «του ΣΥΡΙΖΑ» και ότι αποσκοπούν στην προνομιακή μεταχείριση των εγκληματιών (!), δήθεν ως συστατικό στοιχείο της «ιδεοληψίας του».

Για το αφήγημα αυτό δεν είχε καμία σημασία ότι τα μέλη των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών εκπροσωπούσαν το πανεπιστήμιο, το δικαστικό και το δικηγορικό σώμα. Και ασφαλώς, η επιστημονική προσέγγιση επί των επιμέρους θεμάτων δεν ήταν πάντα ομόθυμη. Και ασφαλώς υπήρχαν αντίθετες απόψεις, όπως αυτές εκφράστηκαν και στη δημόσια διαβούλευση. Η αντίθετη άποψη μπορούσε και μπορεί να διορθώσει τυχόν σφάλματα. Να βελτιώσει την εφαρμογή των νέων αυτών νομικών κειμένων. Γιατί αυτό ήταν και παραμένει το στοίχημα: η εφαρμογή τους. Αντ’ αυτού, το σημαντικότερο μέρος της δημόσιας συζήτησης αναλώθηκε στην έκφραση αυθαίρετων επιχειρημάτων από κάθε ποινικολογούντα που, εκούσια ή ακούσια, έπαιζε το παιχνίδι της αντιπολιτευτικής τότε στρατηγικής. Αντί, για παράδειγμα, να συζητάμε για τις εναλλακτικές ποινικές διαδικασίες, στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, αναλωθήκαμε στην προσπάθεια να εξηγηθεί στον κόσμο ότι η ευθύνη για την κατοχή εκρηκτικών διακρίνεται και είναι πρόσθετη της ευθύνης για την χρήση τους με την πρόκληση έκρηξης. 

Οι Ποινικοί Κώδικες «του ΣΥΡΙΖΑ» ψηφίστηκαν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Σύριζα και από το Ποτάμι, ενώ και ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος επιχειρηματολόγησε υπέρ της μεταρρύθμισης, υποστηρίζοντας μάλιστα, όπως και τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, την άμεση θέση σε ισχύ. Υπενθυμίζω ότι υπήρχε τότε η πρόταση να τεθούν σε ισχύ αρκετούς μήνες μετά την ψήφισή τους (1.1.2020)  Στην περίπτωση αυτή, θα είχαμε ποινικές διατάξεις σε εκκρεμότητα, με πολίτες να δικάζονται ακόμη σε μια άλλη, διαφορετική, ήδη ξεπερασμένη, ποινική ταχύτητα, πράγμα απαράδεκτο για μια ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Και ας μη γελιόμαστε, δεδομένης της αλλαγής της κυβέρνησης που μεσολάβησε, η μεταρρύθμιση αυτή ήταν πιθανό να επιστρέψει στο συρτάρι, εκεί όπου παρέμενε τα προηγούμενα χρόνια. Ή θα συνέβαινε αυτό που συνέβη και στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση. Δειλές και αποσπασματικές αλλαγές κατά το τρέχον και πρόσκαιρο πολιτικό δοκούν. 

Η ΝΔ κρύφτηκε από την Ολομέλεια κατά την ψήφιση των κωδίκων. Επιδίωξε να διατηρήσει για τον εαυτό της το ρόλο εκείνου που θα ήταν ο κατόπιν εορτής κριτής των κωδίκων, όταν μετά την ανάδειξη ορισμένου σφάλματος, όπως μπορεί να γίνει με κάθε ανθρώπινο ενέργημα, θα μπορούσε να έρχεται και να καταλογίζει τη σχετική εξέλιξη στις ελλείψεις ή απροσεξίες της κυβέρνησης που τον εισηγήθηκε, ακόμη και παραβλέποντας ότι κατά βάση συνιστούσε πόρισμα καθολικά αποδεκτών, καταξιωμένων προσωπικοτήτων του νομικού κόσμου. Ήταν ίσως μια αποκαλυπτική συγκύρια ότι όταν έπρεπε η ΝΔ να έρθει αντιμέτωπη με τα αποτελέσματα αυτού που είχε χαρακτηριστεί ως “ποινικός λαϊκισμός”, αυτή επέλεξε να αμφισβητήσει ότι προτεινόταν από κατεξοχήν εκπροσώπους της λεγόμενης «αριστείας». Έχοντας δηλώσει αρχικά και γενικόλογα συναίνεση, αλλά απέχοντας από την κοινοβουλευτική διαδικασία, θα μπορούσε μετά να αλλάζει τη στάση της, ανάλογα με το ποια ψευδής είδηση θα την εξυπηρετούσε. 

Αυτή τη θέση εκφράσαμε τότε. Αυτό πράγματι συνέβη. Οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου μπορεί να «δυσαρεστήσει» την κοινή γνώμη, χρεώνεται άνευ άλλου τινός σε λάθος επιλογές στον νέο Κώδικα. Δεν έχει καμία σημασία αν στη συνέχεια για παράδειγμα αναιρείται ως εσφαλμένη από τον Άρειο Πάγο, δείχνοντας ότι ο κανόνας δικαίου πάντοτε ερμηνεύεται. Η ζημιά της απαξίωσης της μεγάλης αυτής μεταρρύθμισης γίνεται και πάμε παρακάτω.

Η σημερινή κυβέρνηση δεν έμεινε βέβαια σε αυτά. Νομοθέτησε, άλλες διατάξεις με σύμφωνη γνώμη σχετικής νομοπαρασκευαστικής και άλλες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της. Έχει ενδιαφέρον να μάθουμε τελικά και δημόσια τις απόψεις των μελών των νομοπαρασκευαστικών για κάθε μία από τις αλλαγές που ψηφίστηκαν πρόσφατα. Υπό την στέγη «κανονικότητα και ασφάλεια» η σημερινή κυβέρνηση νομοθέτησε αυτά που εκφράζουν το δικό της κυβερνητικό πρόγραμμα: την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας, την αποδέσμευση των κατασχεμένων λογαριασμών του λευκού κολάρου. Κατήργησε τον διαχρονικά εφαρμοσμένο στη χώρα μας θεσμό της κοινωφελούς εργασίας. Προχώρησε στην άκριτη ποινική αυστηροποίηση αδικημάτων, η οποία έχει πάντα, αποδεδειγμένα τα αντίθετα αποτελέσματα. Απονεύρωσε τους εναλλακτικούς τρόπους έκτισης της ποινής. Χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό. Μένει να δούμε για παράδειγμα πώς οι νέες διατάξεις θα λειτουργήσουν ως προς το διαχρονικό πρόβλημα του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών και την περαιτέρω εξαθλίωση των συνθηκών κράτησης. 

Συμπέρασμα: ο ΣΥΡΙΖΑ που λοιδορήθηκε το διάστημα της διακυβέρνησής του ως αποσυνάγωγος της θεσμικής αντίληψης και των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, είναι εντέλει εκείνος που ανέλαβε το βάρος να κάνει τομές με υψηλό κοινωνικό ενδιαφέρον και βάθος, χωρίς να λογαριάζει το πολιτικό κόστος. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που λοιδορείται με κάθε ευκαιρία για απαξίωση της δικαιοσύνης δρομολόγησε εκείνες τις τομές που θα μπορούσαν να βγάλουν τη δικαιοσύνη από το τέλμα της στασιμότητας και του ατέρμονου χρόνου απονομής της που την έβαλαν οι πρακτικές τόσων χρόνων.

Παρότι καταγγελθήκαμε ως κυβέρνηση λαϊκιστών δώσαμε ισχυρό πλήγμα στις λογικές του ποινικού λαϊκισμού, που οδήγησαν στη δημιουργία μιας επίπλαστης φούσκας ποινικών διώξεων που βούλιαξε τη δικαιοσύνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εντέλει επεδίωξε να αποδείξει ότι δεν είναι η βαριά ποινική νομοθεσία αυτή που αποτρέπει ή καταστέλλει το έγκλημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πολιτικό θάρρος -αυτό που δεν είχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις- να υιοθετήσει την πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την κατάργηση του δρακόντειου νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου που δεν είχε αποτρέψει ούτε τα οικονομικά εγκλήματα ούτε τη διαφθορά στη χώρα μας. Διώξεις για σοβαρή οικονομική εγκληματικότητα είτε δεν ασκούνταν, είτε ασκούνταν τόσο αργά που η παραγραφή ήταν πάντοτε η πιο πιθανή εξέλιξη για τις υποθέσεις που καθίσταντο μετά από τόσο καιρό αρχαιολογικά ποινικά ευρήματα. Και επειδή η δεξιά παράταξη στην Ελλάδα διαχρονικά πολιτευόταν μέσω των fake news και της προπαγάνδας, υπενθυμίζω ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου το 1950 ο νομοθέτης πρότασσε την πάταξη της διαφθοράς και προέβλεπε την ποινή των ισοβίων που διατηρήθηκε για 70 χρόνια, λόγω ενός σκανδάλου λαθρεμπορίας χρυσού που χρεώθηκε τότε στους κομμουνιστοσυμμορίτες…

    Η ποινική δίκη θα αποτελεί βέβαια πάντα πεδίο σύγκρουσης. Δικαιωμάτων και ιδεών. «Ελευθερίας και ασφάλειας». Η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης του πολίτη με την δικαιοσύνη και την πολιτική παραμένει ζητούμενο. Η ποινική μεταρρύθμιση στη χώρα μας μόλις ξεκίνησε και θα αξιολογείται καθημερινά. Το πολιτικό σύστημα θα κριθεί, και σε αυτό το πεδίο, για την αξιοπιστία του. 

Παρακαταθήκη που θα μείνει είναι το ότι αναλήφθηκε και ήρθε σε πέρας μια θαρραλέα μεταρρύθμιση εν μέσω προπαγανδιστικών, προεκλογικών πυρών, δίνοντας μετά από πολλά χρόνια ένα παράδειγμα άσκησης πολίτικης χωρίς το φόβο του πολιτικού κόστους, με γνώμονα τη ρεαλιστική, ειλικρινή προσέγγιση των ποινικών προβλημάτων και όχι μια αόριστη επίκληση των αισθημάτων της “κοινής γνώμης”. Κι αυτή η αλλαγή, άλλαξε και το παράδειγμα της ποινικής μας νομοθεσίας για τις επόμενες δεκαετίες. Οι νέες, γρήγορες διαδικασίες και η ισορροπημένη συναρμογή τους με την ενίσχυση των δικαιωμάτων του υπόπτου και του κατηγορουμένου, ο εξορθολογισμός των ποινών, η επιείκεια και η αναλογικότητα, με “ειλικρινείς” και “έξυπνες” ποινές, η επανανοηματοδότηση του πλημμελήματος, που πια μπορεί και να εκτίεται, όταν πρέπει να αποτραπούν νέα εγκλήματα, και η μείωση των κακουργημάτων, η ενίσχυση των εναλλακτικών του εγκλεισμού ποινών, η κατάργηση των ισοβίων ως μόνης απειλούμενης ποινής, η κατάργηση των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, η κατάργηση των πταισμάτων και άλλων αναχρονιστικών διατάξεων και η αποσαφήνιση πλείστων εννοιών έδωσαν στο ποινικό μας σύστημα μια νέα συνοχή, μια νέα ραχοκοκαλιά, και έναν νέο χαρακτήρα για μια νέα προοπτική. 

Αυτά είναι κεκτημένα που εκτιμώ ότι δεν μπορεί να αναιρεθούν εύκολα και σύντομα μέσω μιας γενικής αλλαγής, παρά μόνο με νέες εμβαλωματικές, ευκαιριακές παρεμβάσεις στο σώμα των κωδικών, που δυστυχώς ήδη έχουν ξεκινήσει και αν δεν υπάρξει αυτοσυγκράτηση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες αποδιαρθρώσεις του. Ελπίζω παρόλα αυτά ακόμη ότι κανείς δεν είναι έτοιμος να βάλει ξανά την ποινική πολιτική στο δρόμο που την έφερε στα όρια της. 

 

*Ο ποινικολόγος Μιχάλης Καλογήρου είναι  πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης και σήμερα είναι ο διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα.

Η επικείμενη επίσκεψη Τσίπρα στην Τουρκία

(Φωτογραφία από παλαιότερη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο.

 

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη (ή στην Άγκυρα όπως λέγεται τις τελευταίες ώρες),  δεν θα είναι μία εύκολη ευκαιρία για όσους ψάχνουν να στηρίξουν την υποψηφιότητά του κ. Αλέξη Τσίπρα για το Νόμπελ ειρήνης.  Ολοι οι ανεμοδείκτες που μας πληροφορούν για το τι γίνεται πλέον στην Άγκυρα, αυτο δείχνουν. Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής (όπως και κάθε άλλης πολιτικής) είναι πλέον τόσο συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του προέδρου Ταγήπ Ερντογάν,  που ακόμα και οι προσωπικοί του σύμβουλοι, δεν θεωρούν ότι ξέρουν πού πηγαίνουμε.

Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, παραδοσιακά ο αποκλειστικός διαχειριστής της εξωτερικής πολιτικής, είναι πλέον περιθωριοποιημένο. Εχουν διαμορφωθεί παράλληλες γραμματείες που εμπλέκονται στην Εξωτερική πολιτικής, το 13% των πρέσβεων είναι διορισμένοι από το κυβερνητικό κόμμα   AKP και δεν προέρχονται από την διπλωματική υπηρεσία. H ίδια η διπλωματική υπηρεσία έχει πλέον καταργήσει τις αυστηρές αξιολογήσεις που εξασφάλιζαν την ποιότητα της.

Η  επίσκεψη του κ. Τσίπρα αντιμετωπίζεται ως μία ευκαιρία για να υπογραμμίσει την απομάκρυνση του απερίγραπτου υπουργού Αμύνης που εκνεύριζε επικίνδυνα την Τουρκία. Τώρα (αφου χάσαμε 4 χρόνια) μπορούμε να συζητήσουμε, λένε. Αλλά τωρα  τι θα συζητήσουμε; Δεν υπάρχουν μεγάλες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να εντυπωσιάσουν. Το Κυπριακό που παραδοσιακά ήταν ο χώρος όπου δοκιμάζονταν οι διαθέσεις της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα (η γενικοτερα στη Δύση) έχει μπει στο ράφι.  

 

Το Αιγαίο,  -χωρίς Καμμένο- δεν παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα.  Οι δύο χώρες έχουν μάθει τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες να ζουν με τις νομικές εκκρεμότητες που δεν έχουν ακόμα λυθεί,  αλλά δεν απειλούν τα συμφέροντα καμιάς πλευράς.

Η μόνη έκπληξη, θα μπορούσε να προέλθει από την ολοκλήρωση και την επισημοποίηση των συμφωνιών που έχουν επεξεργαστεί σιωπηρά τις τελευταίες δεκαετίες οι αρμόδιες επιτροπές του Ελληνικού και του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών. Αλλά οι ανεμοδείκτες στην Άγκυρα δεν υπαινίσσονται μία τέτοια εξέλιξη . Το μόνο που δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η ανησυχία που εκφράζεται απ’ όσους ασχολούνται με τα ελληνοτουρκικά, για το ενδεχόμενο να διαλέξει ο Τσίπρας να “τσαλαβουτήσει” και σε αυτό το θέμα.  Αυτό που φοβούνται είναι ότι σε με τέτοια περίπτωση ο πολυ πιο έμπειρος και ισχυρός Ερντογάν θα κατάφερνε να εξασφαλίσει πολύ καλύτερους όρους (για τον εαυτό του) από ό,τι κατάφερε να εξασφαλίσει ο Ζόραν Ζάεφ Ζάεφ με την συμφωνία των Πρεσπών.

 

Το πραγματικό πρόβλημα που θα μπορούσε να συζητήσει η Άγκυρα είναι να διερευνήσει τη σκοπιμότητα που οδηγεί στην απόλυτη ταύτιση της Αθήνας με την Συμμαχία του Φυσικού Αερίου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου (Eastern Mediterranean Gas Forum  (EMGF),  που έχει οργανωθεί με άξονα το Ισραήλ και ιδέες του Πρωθυπουργού Μπενζαμίν Νετανιάχου. Ο  αποκλεισμός της Τουρκίας από τη συμμαχία, αντιμετωπίζεται ως πράξη επιθετική πρός την Τουρκίας . Η προβολή “ελληνικών δικαιωμάτων” στην Ανατολική Μεσόγειο με πλήρη αποσιώπηση των δικαιωμάτων που προκύπτουν από την μαζική γεωγραφική παρουσία της Τουρκίας στην περιοχή – (παρουσία μεγαλύτερη όλων των Συμμάχων)  προκαλει σοβαρα ερωτηματικά.

 

Οι ανησυχίες που εκφράζονται με τελετουργική επαναληπτικότητα για τη Θράκη φαίνεται ότι έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό διαλυθεί  κατα την την διάρκεια των ατελείωτων διεθνων επισκέψεων των αρμοδίων στελεχών της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης

Ο πρόεδρος ο Ερντογάν αναφέρεται στη Θράκη ως χώρο συνεχιζόμενης δραστηριότητας των αντιπάλων του,  (οπαδών του Φετουλάχ Γκιουλέν) και ζητά την δημόσια εκδήλωση της ελληνικής συμπαράστασης που θα επιβεβαιώσει την καθαρή κυριαρχία του παντού, στην “Πολη και στον Κόσμο” .  

Κατά τα άλλα, η Τουρκική εξωτερική πολιτική έχει βυθιστεί στην κινουμενη άμμο των πρώην βιλαετίων  της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει βυθιστεί για καλά στο χώρο που προσπάθησε να αποφύγει τα τελευταία 100 χρόνια που μας χωρίζουν από την αυτοκρατορία.


Άλκης Κούρκουλας

Τί συζητάει η κυβέρνηση με τους δανειστές (3/03/2017)

Τα ζητήματα που συζητιούνται στο Χίλτον είναι τα εξής:
1) Κοστολόγηση μέτρων ύψους 2% (3,6 δις) του ΑΕΠ. Σίγουρα θα περιλαμβάνουν τη μείωση του αφορολόγητου και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στους παλιούς συνταξιούχους. Η πρόθεση της κυβέρνησης είναι οι περικοπές να πάνε όσο το δυνατόν πιο μακριά χρονικά.  Έτσι διεκδικεί το αφορολόγητο όριο να περικοπεί από το 2019 και οι συντάξεις από το 2020 και μετά.

2) Η κυβέρνηση θα ήθελε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος να προσδιοριστούν τώρα έτσι ώστε τα νέα μέτρα να ψηφιστούν πιο εύκολα από τους βουλευτές της συμπολίτευσης.  Είναι όμως αρκετά πιθανό να δεχτεί να γίνει άμεσα η νομοθέτηση των μέτρων για να κλείσει η αξιολόγηση στο επόμενο Eurogroup και να ανοίξει σε δεύτερο χρόνο η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα οδηγήσουν σε ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση.

2) Η διαφορά στην ερμηνεία των αντισταθμιστικών μέτρων. Οι θεσμοί επιμένουν ότι τα “θετικά αντίμετρα” δεν πρέπει να αφορούν ενισχύσεις προς κοινωνικές ομάδες αλλά άλλου τύπου παρεμβάσεις (για παράδειγμα, η μείωση του αφορολόγητου να μην συνοδεύεται από μείωση του ΕΝΦΙΑ αλλά από μείωση των φορολογικών συντελεστών για επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα).

3) Οι υπόλοιπες εκκρεμότητες της 2ης αξιολόγησης που αφορούν τα εργασιακά, τα ενεργειακά, τον τραπεζικό τομέα και τις ιδιωτικοποιήσεις. (Θ.Π)

Εβδομάδα 23-27 Ιανουαρίου: Τα δύο κρίσιμα ραντεβού για την αξιολογηση

url-3

Δύο είναι τα κρίσιμα ραντεβού που θα καθορίσουν τη στάση της κυβέρνησης στο κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης.

Σήμερα, 23 Ιανουαρίου, συνεδριάζει (Γιάννης Κουτσομύτης-Ευρώπη και Ελλάδα) το Συμβούλιο Διευθυντών του ESM με θέμα την “ενεργοποίηση” των βραχυπρόθεσμών παρεμβάσεων στο χρέος.

Στην πραγματικότητα, όμως στη συνάντηση θα διαφανούν οι προθέσεις των δανειστών. Ανάλογα με την έκβασή της θα διαμορφωθεί η τελική θέση της κυβέρνησης προς τους θεσμούς το αργότερο έως την Τετάρτη.

Δεύτερο κρίσιμο ραντεβού το Eurogroup της Πέμπτης. με πρώτο θέμα και πάλι τη χώρα μας, με την ελπίδα να καταγραφεί πρόοδος που θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή της Τρόικας στην Αθήνα και την επανεκκίνηση των συζητήσεων με τους δανειστές. Είναι σαφές πως από την έκβαση του Eurogroup θα εξαρτηθεί και η τύχη της αξιολόγησης.

Η κυβέρνηση όλο αυτό το βαφτίζει “δύσκολη αναμέτρηση” όμως είναι σαφές ότι έχουμε μπροστά μας άλλον ένα επώδυνο συμβιβασμό που θα αφορά τη νομοθέτηση μέτρων λιτότητας και πέραν του 2018. Τα μέτρα αυτά αναμένεται να περιλαμβάνουν περικοπές συντάξεων, με πιθανότερο σενάριο την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, που φέρνει μειώσεις έως και 30% στις συντάξεις, αλλά και τη μείωση του αφορολόγητου αν όχι στο επίπεδο των 3.500 ευρώ που επιθυμεί το ΔΝΤ, σίγουρα στο όριο των 6.000 – 7.000 ευρώ, από τα 8.636 ευρώ που περικόπηκε τον περασμένο Μάιο.

Άλλωστε για το τελευταίο, τη μείωση του αφορολόγητου, πήραμε μια πρόγευση από τον Υπουργό Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου ο οποίος στα Τρίκαλα το προανήγγειλε (Naftemporiki.gr) για να το διαψεύσει το ΥΠΟΙΚ (Naftemporiki.gr) με non paper λίγες ώρες αργότερα.

Αυτό ερμηνεύεται από τους περισσότερους ως σημάδι της πρόθεσης της κυβέρνησης να μειώσει το αφορολόγητο όμως εμείς πιστεύουμε ότι απλώς η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει ακόμα εαν θα κάνει τον συμβιβασμό και θα κλείσει την αξιολόγηση και επιχειρεί να κρατήσει αραγή την εικόνα της σκληρής, σύμφωνα με την επικοινωνιακή φούσκα των “κόκκινων γραμμών”. εφόσον η αξιολόγηση δεν κλείσει και οδηγηθούμε είτε σε ρήξη με τους δανειστές είτε σε εκλογές.

Πάντως είναι βέβαιο ότι αυτή την εβδομάδα η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει και όχι γιατί το θέλει η κυβέρνηση αλλά γιατί θα το επιβάλλουν οι δανειστές και ο χρόνος που κυλάει πλέον αντίστροφα σε όλα τα επίπεδα.

Βίβιαν Ευθυμιοπούλου.

Υπουργός της κυβέρνησης ζήτησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης να καταδικαστεί η χώρα

Το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ είναι σταθερή πηγή πληροφόρησης για εμάς. Κάνουμε πάντα τον κόπο και το διαβάζουμε ολόκληρο και δεν περιοριζόμαστε στην περίληψη του συνοδευτικού δελτίου τύπου.

Έτσι λοιπόν, σήμερα το πρωί κι ενώ διαβάζαμε το αναλυτικό δελτίο ανακαλύψαμε, έκπληκτοι, ότι ο Υπουργός Εργασίας κ.Γιώργος Κατρούγκαλος, στα τέλη του Οκτωβρίου και εκπροσωπώντας τη χώρα που είχε βρεθεί εναγόμενη στο Συμβούλιο της Ευρώπης από τη ΓΣΕΕ ζήτησε από το δικαστήριο να καταδικάσει τη χώρα ώστε να φανεί υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εργαζόμενων!

Το απόσπασμα το διαβάζετε στην τελευταία παράγραφο της α’ενότητας.

Έτσι φθάσαμε στο σημείο, ο εκπρόσωπος της ελληνικής
κυβέρνησης που ήταν η εναγόμενη πλευρά και στην ακρόαση στο
Συμβούλιο της Ευρώπης, δηλαδή ο Υπουργός Εργασίας, να ζητά με το
ίδιο του το στόμα την καταδίκη της χώρας του, ώστε να εμφανισθεί ως
υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Όντως, μία τέτοια
προσέγγιση υπογραμμίζει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο το
έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας μας. Δεν είναι λοιπόν, παράξενο γιατί
η χώρα μας αντιμετωπίζεται με δυσπιστία στη διεθνή κοινότητα. Και
χωρίς την αξιοπιστία αυτή όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να έχουμε
προσέλκυση νέων επενδύσεων, αλλά θα διώξουμε από την Ελλάδα και
όσους ακόμη μπορούν να φύγουν.

Το θέμα βέβαια είναι τεράστιο. Υπουργός να ζητά την καταδίκη της χώρας του ενώ η κυβέρνησή του προσπαθεί να πείσει για την αξιοπιστία της προκειμένου να προσελκυσει επενδυτές. Και όλα αυτά για το τρίτο μνημόνιο που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ψήφισε και ο ίδιος ο κ.Κατρούγκαλος.

Μας φαίνεται απίστευτο.

Για να λαμβάνετε στο εμέηλ σας το newsletter με τις σημαντικότερες ειδήσεις της ημέρας εγγράφεστε εδώ

Το κόστος της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη, επανέρχεται.

Το πόσο κόστισε η “Διαπραγμάτευση Τσίπρα-Βαρουφάκη” κατά το α’εξάμηνο το 2015 που τελικά οδήγησε στο τρίτο  μνημόνιο, είναι ένα θέμα που επανέρχεται κατά καιρούς. Στο FACT έχουμε ανθολογήσει τις ειδήσεις για το θέμα όταν παράγονται από θεσμικά πρόσωπα που είχαν κάποια εμπλοκή στην ιστορία.

Συγκεντρώσαμε όλες τις δηλώσεις που έχουν γίνει, μέχρι σήμερα, για το θέμα και θα ενημερώνουμε εάν προκύψει κάτι σχετικό.

Τον Μάιο του 2016 και μιλώντας στο LSE ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ.Γιάννης Στουρνάρας, απαντώντας στα σχόλια που έκανε στην ομιλία του ο τότε προέδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών (και νυν προέδρος του Μεγάρου Μουσικής) Νικ. Θεοχαράκη είπε τα εξής:

“Και λυπάμαι πολύ που πρέπει να παρατηρήσω ότι η ομιλία του Νίκου Θεοχαράκη, πριν από τη δική μου, ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα κομματικοποιημένης πολιτικής ανάλυσης αφού ήμουν υπουργός στην κυβέρνηση που περιέγραψε στον κομματικό λόγο που εξεφώνησε, ως αποικιοκρατική. Απέφυγε όμως να παραδεχτεί ότι η “υπερήφανη” διαπραγμάτευση που έκανε εκείνος και ο Γιάνης Βαρουφάκης που κατάφερε ναλλάξει το όνομα της “Τρόικας” σε “θεσμούς” και να μετακομίσει τους δανειστές από τα υπουργεία, στο Χίλτον, είχε ένα κόστος. Αν υποθέσουμε ότι όσα περιέγραψε στην ομιλία του ήταν οφέλη τότε είχαν κόστος: 86 δις. Τόσο κόστισε το τρίτο μνημόνιο και τα κάπιταλ κοντρόλ που επιβλήθηκαν μετά την εκροή 45δις σε καταθέσεις. Και αυτά τα κάπιταλ κοντρολ επεβλήθησαν για να εξασφαλίσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που κλονίστηκε εξαιτίας της “γενναίας διαπραγμάτευσης” που έκανε ο κ.Θεοχαράκης με τον κ.Βαρουφάκη. Λυπάμαι αλλά ήθελα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους”.

Πηγή: FACT 19/05/2016.

Στο θέμα του κόστους της “Διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη” αναφέρθηκε και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ στις 23/06/2016. Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσο τελικά κόστισε αυτή η διαπραγμάτευση είπε:

Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να το υπολογίσει κανείς. Γνωρίζω ότι η ΤτΕ έχει υπολογίσει ένα ποσό ύψους 80 δις ευρώ αν δεν κάνω λάθος. Θα μπορούσε κανείς να σταθεί και στις προβλέψεις για την ανάπτυξη, που πριν αλλάξει η κυβέρνηση, η εκτίμηση του ΔΝΤ το Δεκέμβριο του 2014, είναι δημοσιοποιημένη, μιλούσε για ανάπτυξη στην Ελλάδα 2,5% το 2015 και 3,5% το 2016. Άρα αυτό αθροιστικά μας κάνει ανάπτυξη 6%. Αντιθέτως, αυτά τα δύο χρόνια είχαμε μικρή ύφεση, αυτό θα μπορούσε επίσης να μετρηθεί για να υπολογίσεις το κόστος. Έξι μονάδες του ΑΕΠ, άρα αυτό κάνει περισσότερο από 100 δις ευρώ. Όπως είπα δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος, αλλά το κόστος ήταν πολύ μεγάλο.

Στη δήλωση αυτή του Κλάους Ρέγκλινγκ απήντησε το ΥΠΟΙΚ δια στόματος Γιώργου Χουλιαράκη:

“Δεν μπορώ να καταλάβω από πού προκύπτει αυτό που λέει, είναι επιστημονικά αδόκιμο”.

Το θέμα επανήλθε στη συνέντευξη που έδωσε χθες, 16/10/2016 στην “Καθημερινή” και την Ελένη Βαρβιτσιώτη, ο πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπέι.

“Δεν υπολόγισε σωστά ο κ. Τσίπρας εξαιτίας της έλλειψης διεθνούς εμπειρίας, νόμιζε ότι οι αριστερές κυβερνήσεις θα τον στηρίξουν”. Γι’ αυτό και “πήγαινε στο Παρίσι και στη Ρώμη μόλις εκλέχθηκε για να αποσπάσει την στήριξη των Σοσιαλιστών αλλά στην πραγματικότητα ήταν αντίπαλος των παραδοσιακών Σοσιαλιστικών κομμάτων” λέει. “Ηταν τελείως λάθος υπολογισμοί” και προσθέτει ότι “ο ανεύθυνος υπουργός Οικονομικών” εννοώντας τον κ. Βαρουφάκη, “χάλασε το παιχνίδι αλλά κατέστρεψε μαζί και την εικόνα της Ελλάδας για να χτίσει τη δική του” λέει σε πολύ έντονο ύφος – πρώτη φορά στο γεύμα μας. “Στοίχισε στη χώρα δισεκατομμύρια ευρώ”. Και αφού το σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα προσθέτει “Δεκάδες δισεκατομμύρια!”.