Γιώργος Χατζηγιαννάκης: Ο εστιάτορας που αγαπούσε του μαγείρους

 

Γράφει η Θάλεια Τσιχλάκη

Αργά το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου «έφυγε» ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης, ο άνθρωπος που απελευθέρωσε τη γεύση μας από τη μονοτροπία της ξενομανίας.

Πάγωσα στο άκουσμα της είδησης. Αρνιόμουν να δεχτώ το φευγιό του, ίσως γιατί σηματοδοτούσε και το οριστικό τέλος μιας εποχής. Τι θα ήταν από δω και πέρα η Σαντορίνη χωρίς τον Χατζηγιαννάκη να πριζώνει τους μαγείρους του να πειραματιστούν με το τοματάκι, τη φάβα, τη λευκή μελιτζάνα, το κατσούνι ή το χλωρό και να τους τρέχει στις ταβέρνες του νησιού για να ανακαλύψουν τον τέλειο τοματοκεφτέ, να δοκιμάσουν, παρέα, κουνέλι τυραύγουλο και να προλάβουν τις τελευταίες καρδαμίδες (άγρια χόρτα), πριν ανοίξει η σεζόν; Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πέρασαν από τη Σελήνη, ποιον να πρωτοθυμηθώ; Ο Σαντορινιός Χρύσανθος Καραμολέγκος ήταν από τους πρώτους. Από τους υπόλοιπους, πολλοί τον ένιωθαν πατέρα και τον θεωρούσαν μέντορά τους γιατί τους νοιαζόταν κι είχε υπομονή μαζί τους. Γιατί ήξερε να κατευθύνει τον αγριεμένο χείμαρρο της νεανικής τους φαντασίας σε δημιουργικά κανάλια. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας Αυστραλός, ο Σκοτ, που δεν θυμάμαι το επίθετό του. Από τη νέα γενιά ξεχώρισε η Κωνσταντίνα Φάκλαρη και μετά, όταν μετέφερε πια την Σελήνη στον Πύργο, ο Νίκος Μπούκης, ο Θοδωρής Παπανικολάου, ο Πάνος Τσίκας, ο Άλεξ Τσιοτίνης ως συνεργάτης κι ο Βασίλης Ζαχαράκης, στο Σελήνη-μεζέ. Μέχρι κι ο Έκτορας Μποτρίνι, που έχει αναλάβει από τον περσινό χειμώνα τη Σελήνη, στη νέα της εποχή – χωρίς να διασταυρωθούν ποτέ οι δρόμοι τους στην κουζίνα – έχει δηλώσει πως τον θαύμαζε και τον τιμούσε ως πατέρα του. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, όλοι τους χαρισματικοί, κάποιοι δύστροποι ή αλαφροΐσκιωτοι ως καλλιτέχνες, κάποιοι στοχοπροσηλωμένοι σαν σταχανοβίτες, κάποιοι άλλοι μικρά, φιλόδοξα παιδιά, γεμάτα καπρίτσια κι όνειρα, έτοιμα να μεταμορφωθούν σε απολωλότα πρόβατα με το πρώτο ζόρι στην κουζίνα.

Αναφέροντάς τους, θυμάμαι και κάποια εμβληματικά τους πιάτα, όπως τη μινιμαλιστική σούπα φάβας με μαστίχα της Φάκλαρη, τον αποδομημένο ντάκο με «χώμα» από παξιμάδι, ζελέ τομάτας, «χιόνι» και κρέμα από χλωρό τυρί του Μπούκη, μια εντελώς αφαιρετική προσέγγιση του ντάκου της ελληνικής ταβέρνας. Θυμάμαι όμως και το φαντασιακό ριζότο-σπανακόρυζο-kale-πράσο του Παπανικολάου, με τους γεμισμένους με γιαούρτι «σωλήνες» των πράσων σαν «πόδια» μανιταριών, με κόκκινα, διάστικτα «καπελάκια» από αποξηραμένα βατόμουρα, πάνω σε μια πράσινη «χλόη» από ριζότο, που όταν το έβλεπες περίμενες δικαίως να σκάσει μύτη και μια Αλίκη από τη Χώρα των Γευστικών Θαυμάτων. Και μόνο περιγράφοντάς τα είναι να σαν να ανακαλώ ονόματα σημαντικών σταθμών σε μια παράξενη διαδρομή επιστροφής στο χρόνο, με αφετηρία το 1986 που ο Γιώργος πρωτάνοιξε το εστιατόριο Σελήνη μαζί με την αρχιτεκτόνισσα σύζυγό του, την Έβελυν Βολίκα-Χατζηγιαννάκη. Είχε κι εκείνη ισχυρή προσωπικότητα. Ήταν μια γοητευτική γυναίκα με άποψη και τσαγανό, που συνέβαλε τα μέγιστα στο «χτίσιμο» του γαστρονομικού τοπίου της Σαντορίνης, την οποία ερωτεύτηκαν κι οι δυο τους όταν την πρωτογνώρισαν, νέα κι αλώβητη ακόμα από τον τουρισμό, τη δεκαετία του ’70.

Από τον έρωτά τους για το νησί γεννήθηκε το Σελήνη, το γαστρονομικό παιδί τους στα Φηρά, λίγα μόλις βήματα από τη Μητρόπολη, σε ένα υπόσκαφο κτίριο με πολυεπίπεδες ταράτσες με μαγευτική θέα στην Καλντέρα. Υπήρχε κι ένα εξωτερικό μπαρ, στο τέλος μιας σκάλας με φαρδιά σκαλοπάτια όπου πάντα περίμενε κάποιος σερβιτόρος για να υποδεχτεί τους επισκέπτες του εστιατορίου και να τους οδηγήσει στο τραπέζι τους. Ακόμα θυμάμαι τους δύο παραστάτες της πάνω εισόδου, στο επίπεδο του δρόμου. Στον έναν ήταν σκαλισμένο ένα παράξενο μισοφέγγαρο και στον άλλο υπήρχε ένα γύψινο μπούστο μιας μυστικιστικής φιγούρας μιας γυναίκας-σφίγγας, που σε προϊδέαζε πως θα ζήσεις κάτι μοναδικό.

Από το τέλος της πρώτης κιόλας σεζόν οι Χατζηγιαννάκηδες κατάλαβαν πως έπρεπε να αλλάξουν ρότα στην κουζίνα τους, δίνοντας έμφαση στα λιγοστά, αλλά εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα του νησιού. Τότε ακόμα και ο όρος «τοπική γαστρονομία» ήταν αδόκιμος για την Ελλάδα. Μ’ εξαίρεση ίσως το τοματάκι, κανένας δεν τολμούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να σταθεί στο νησί ένα εστιατόριο περιωπής που θα δούλευε με τα ταπεινά υλικά του άνυδρου τόπου. Βρισκόμαστε στα τέλη εκείνης της άχαρης δεκαετίας του ’80, που ο Έλληνας διψούσε για λάμψη και κοσμοπολιτισμό κι οι τουρίστες, από την άλλη στην πλειοψηφία τους, έρχονταν καρφωτοί για mouzaka και tzatziki και sunset in Oia, αφού αυτά τους διαφήμιζαν οι πράκτορες κι η επίσημη πολιτεία, πακέτο με το syrtaki και το Greek summer.

Στον αντίποδα όλων αυτών, οι ιδιοκτήτες της Σελήνης είχαν αποφασίσει, πηγαίνοντας κόντρα στον ξιπασμό της εποχής, να μας πείσουν πως μπορούμε να απολαμβάνουμε, απενοχοποιημένοι, τις νοστιμιές του τόπου μας, ακόμα και με κοσμοπολίτικο περίβλημα.

Στην προσπάθειά τους αυτή αναζήτησαν πρώτες ύλες από τη ντόπια παραγωγή και γύρεψαν από τους μαγείρους τους να εκσυγχρονίσουν με νέες τεχνικές τις παραδοσιακές συνταγές του νησιού, ώστε να γίνουν οι γεύσεις τους προσπελάσιμες από τη διεθνή τους πελατεία. Έτσι συνέβαλαν, χωρίς να το υποψιάζονται στην εξέλιξη τόσο της τοπικής κουζίνας, όσο και της ελληνικής, γενικότερα. Συνεργάστηκαν με τους ανθρώπους του νησιού, με τους αγρότες, τους οινοποιούς και τις νοικοκυρές, που μοιράστηκαν μαζί τους τη γνώση τους. Έστησαν γαστρονομικές γιορτές και παρακίνησαν επιστήμονες να διοργανώσουν συνέδρια με θέματα το τοματάκι, τη φάβα ή τον γαστρονομικό τουρισμό, κρατώντας τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα στη Σαντορίνη. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισαν από τους πρώτους να παραδίδουν, τα πρωινά, στο εστιατόριο μαθήματα μαγειρικής για τους πελάτες τους και πήραν από το χέρι κι εμάς τους δημοσιογράφους, Έλληνες και ξένους, και μας έμαθαν να βλέπουμε το νησί με μια διαφορετική οπτική. Κάπως έτσι απέκτησαν γρήγορα ένα φανατικό κοινό ξένων πελατών, που ερχόταν από την άλλη άκρη της γης στο νησί για να δειπνήσει στη Σελήνη, έχοντας κλείσει τραπέζι μήνες πριν, κάτι που ακόμα δεν έχουν καταφέρει πολλά ελληνικά εστιατόρια.

Τώρα που ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης έφυγε για να συναντήσει την αγαπημένη του Έβελυν, που προπορεύτηκε, χρόνια πριν, μείναμε κάποιοι να αναρωτιόμαστε αν θα βρεθούν άνθρωποι να συνεχίσουν το όραμα τους. Αν θα βρεθεί κανείς με τόση υπομονή ώστε να σταθεί απέναντι στη γαστρονομική αμορφωσιά εκείνων που, περιφρονώντας τα ντόπια οστρακόδερμα, θαμπώνονται από τα καβούρια με το μαλακό κέλυφος και τους μπλε αστακούς που ταξιδεύουν εκατοντάδες μίλια, φρεσκο-κατεψυγμένοι, για να «στέψουν» με την υψηλή τιμή τους μια κοινότοπη αστακομακαρονάδα. Αν θα βρεθεί κανείς ικανός να πάει κόντρα στο αδιάφορο κοινό που αποζητά το εύκολο, το παγκοσμιοποιημένο κι απρόσωπο φαγητό. Αν θα βρεθεί κανείς που να πιστεύει στην αλήθεια της γεύσης.

  • Η κυρία Θάλεια Τσιχλάκη είναι η κορυφαία Ελληνίδα γευσιγνώστης, κριτικός εστιατορίων και γνώστης σε βάθος των υλικών και των τεχνικών της ελληνικής και διεθνούς κουζίνας.  Αρθρογραφεί στο FNL και είναι μέλος της κριτικής επιτροπής των FNL Awards.

Για να λαμβάνετε στο εμέηλ σας το δελτίο με τις σημαντικότερες ειδήσεις της εβδομάδας εγγράφεστε εδώ.

Κωστής Παπαϊωάννου: «Ο κατευνασμός αποθηριώνει και αποχαλινώνει την Ακροδεξιά»

 

Συνέντευξη στη Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

– κ.Παπαϊωάννου, μελετάτε εδώ και χρόνια, συστηματικά το φαινόμενο του ακροδεξιού εξτρεμισμού στην Ελλάδα. Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τη διάλυσή της πως βλέπεις να εξελίσσεται το φαινόμενο στη συγκυρία της πανδημίας. Έχει αποκτήσει άλλα χαρακτηριστικά ή είναι «η ακροδεξιά που ξέρουμε»; Εάν ναι ποια είναι αυτά; 

Είναι φαινόμενο με συνέχειες και ασυνέχειες, δεν είναι μια ούτε ενιαία η ακροδεξιά. Άλλο πράγμα το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, άλλος ο εθνολαϊκισμός και η «τηλεοπτική ακροδεξιά» του Καρατζαφέρη και των επιγόνων του. Η Χρυσή Αυγή υπήρξε ανοιχτά εθνικοσοσιαλιστική με σειρά ενεργειών που προσιδιάζουν στο κοινό ποινικό έγκλημα.

Συγκρότησαν τάγματα εφόδου, τρομοκράτησαν, εξαπλώθηκαν στον χώρο: εθνοφυλετική καθαρότητα και οργανωμένο ποινικό έγκλημα ήταν όψεις του ίδιου νομίσματος. Ως προς τούτο, η 7η Οκτωβρίου 2020 αποτελεί ορόσημο για την ελληνική δημοκρατία και τιμά την ελληνική δικαιοσύνη.

Σας θυμίζω ότι δεν ήταν ποτέ αυτονόητο πως οι νεοναζί θα λογοδοτήσουν. Κάθε άλλη απόφαση θα μας γυρνούσε πολύ πίσω, η ηγεσία της ΧΑ δικαιωμένη θα συνομιλούσε από θέση ισχύος με τα στρώματα εκείνα της κοινωνίας που γοητεύτηκαν από την ωμή βία, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Άρα, με τη ΧΑ, όπως την ξέραμε, ξεμπλέξαμε. Με τα απομεινάρια του νεοναζιστικού περιθωρίου φυσικά όχι. Το δείχνουν τα γεγονότα της Σταυρούπολης. Και είναι ως προς τούτο πολύ ανησυχητική η θεσμική διγλωσσία και οι ίσες αποστάσεις. Ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε ποιους;

Tο αρμόδιο υπουργείο Παιδείας δείχνει να φοβάται ή καιροσκοπικά να αποφεύγει να ονοματίσει το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει. Χρησιμοποιώντας περιπαιχτικά φρασεολογία του παρελθόντος, αναρωτιέμαι «ποιοι χαϊδεύουν σήμερα τα αυτιά των κουκουλοφόρων;»

Έρχομαι τώρα στην άλλη ακροδεξιά. Χρειάζεται προσοχή γιατί είναι μεγάλο λάθος η δαιμονοποίηση όλων των αντιπάλων ως ακροδεξιών. Είναι λάθος πραγματολογικό, δίνει στην ακροδεξιά μεγαλύτερο μπόι από όσο έχει και βοηθάει το πιο σκληρό κομμάτι της να φορέσει στολή παραλλαγής.

Γιατί αν λέμε πως είναι όλοι φασίστες τότε δεν είναι κανένας. Το δεύτερο είναι ένας επίπλαστος εφησυχασμός, ενώ το θηρίο δείχνει πάλι τα δόντια του. Ποιοι έσπευσαν να πουν «Χαλαρώστε, τελειώσαμε με την ακροδεξιά» μετά την καταδίκη; Ήταν η «άλλη ακροδεξιά» και όσοι την έμπασαν στο σαλόνι του πολιτικού μας συστήματος.

Τελειώσαμε όμως; Όταν σε έρευνες, τέσσερις στους δέκα απ’ όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί θα ήθελαν μια νόμιμη Χ.Α.; Όταν λένε πως «το παράκανε» με τη βία και τα εγκλήματα, αλλά χωρίς αυτά θα ήταν χρήσιμη; Άρα, τμήμα σοβαρό του κοινωνικού σώματος έχει παγιωμένες σχέσεις ιδεολογικής συγγένειας ή αντιπροσώπευσης με τον ακροδεξιό χώρο. Μπορεί να μην το παραδέχεται ή να μην το αντιλαμβάνεται, αλλά καλοβλέπει την alt-ακροδεξιά του καναπέ που αφήνει τον αντισημιτισμό της στο χολ πριν μπει στο προεδρικό μέγαρο να ορκιστεί.

Νομίζω πως δεν είναι σωστό να εξοικειωνόμαστε με την εξέλιξη αυτή, να συνηθίζουμε το πρόσωπο του τέρατος που έλεγε ο Χατζιδάκις. Διαρκώς οφείλουμε να εντοπίζουμε και να στηλιτεύουμε κάθε θεσμική διολίσθηση προς ακροδεξιές θέσεις και ρητορική.

 

-Θα περίμενε κανείς ότι η τραυματική εμπειρία της δράσης της Χρυσής Αυγής που κορυφώθηκε στη δολοφονία του συμπολίτη μας Παύλου Φύσσα θα μας έκανε σοφότερους. Έχουμε αποκτήσει καλύτερα ανακλαστικά στον ακροδεξιό εξτρεμισμό; Θυμόμαστε όλοι ότι την εποχή που το λάβαρο της Χρυσής Αυγής κυμάτιζε στο «Κάστρο» του 6ου Διαμερίσματος του Δήμου της Αθήνας λέγαμε ότι ένα cordon sanitaire/ μια «υγειονομική κορδέλα», μια διαχωριστική γραμμή αποκλεισμού και πάνδημης καταδίκης πρωτίστως από συστημικούς παίκτες (τα κόμματα, κυρίως της δημοκρατικής Δεξιάς, την Εκκλησία της Ελλάδος) ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης. Πρέπει να εμμείνουμε σε αυτή τη στρατηγική; Πως αξιολογείς την επιλογή της κυβέρνησης να ακολουθήσει την αντίθετη «συνταγή» αυτή του κατευνασμού; 

Τι μάθαμε από την 10χρονη περιπέτεια της ΧΑ; Μάθαμε ότι καμιά αδράνεια ή εφεκτικότητα δε συγχωρείται. Αλλά στην Ελλάδα οι θεσμοί ήταν και αδρανείς και εφεκτικοί. Όχι μόνο η αστυνομία, πράγμα γνωστό και τεκμηριωμένο ακόμα και στην αίθουσα του δικαστηρίου. Αλλά και η δικαιοσύνη παρακολουθούσε αδρανής δεκάδες εγκληματικών πράξεων μέχρι να δολοφονηθεί ο Φύσσας και να ξεσηκωθεί το σύμπαν. Και η πολιτική μας τάξη σφύριζε αδιάφορη. Φοβάμαι ότι σήμερα γίνεται το ίδιο λάθος. Και αν το περίφημο οπλοστάσιο της ΧΑ έγινε αντικείμενο έρευνας, το ιδεολογικό της οπλοστάσιο δεν χρειάζεται να το ψάξουμε πολύ. Είναι εδώ, μετά την καταδίκη, business as usual: ξανά κάποιοι κανονικοποιούν τον ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, τη μισαλλοδοξία, τον σεξισμό, τον εθνικισμό, τον εθνοφυλετισμό. Άρα, φυσικά συμφωνώ μαζί σας για την ανάγκη «υγειονομικής κορδέλας» αλλά φοβάμαι ότι είμαστε πια πολύ μετά από αυτό το στάδιο. Βάζεις κορδέλα να κρατήσεις κάτι έξω. Τι γίνεται όταν αυτό είναι μέσα;

Σε ό,τι λοιπόν αφορά στην πολιτική του κατευνασμού, ας είμαστε ειλικρινείς: δεν πιστεύω ότι ο Μητσοτάκης είναι ακροδεξιός, όπως ανοήτως λέγεται. Στα θέματα όμως οριοθέτησης και ουσιαστικής στεγάνωσης προς τα δεξιά του, βλέπω απόλυτη αδυναμία που δε δείχνει και πολύ μεγάλο ανάστημα. Στο Μακεδονικό, στο σύμφωνο συμβίωσης, στην ιθαγένεια, στην νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, σε όλα τα ταυτοτικά ζητήματα, τι έκανε; Πήγε με όλο το αντιδραστικό, μισαλλόδοξο, θρησκόληπτο και εθνικιστικό μπλοκ.

Να προβοκάρω λίγο; Αντιστρέφοντας το γνωστό ρητορικό σχήμα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ με το αντιμνημόνιο νομιμοποίησε τον λαϊκισμό των πλατειών, τότε ο πρωθυπουργός νομιμοποίησε αυτούς που λίντσαραν τον Μπουτάρη. Με το Μακεδονικό, με την ανοχή στις πολιτοφυλακές και τους φασίστες στο προσφυγικό, με τους αντιεμβολιαστές, πυκνώθηκε ένα συμπαγές άκρο.

Ο κατευνασμός το αποθηριώνει και το αποχαλινώνει. Η χώρα έχει ανάγκη από μια σοβαρή συντηρητική δύναμη που κρατάει αποστάσεις από την ακροδεξιά. Κι αυτό ισχύει σε όλη την Ευρώπη, γιατί και αλλού παρατηρούμε την ίδια διολίσθηση. Μόνο που εμείς, με την εμπειρία των νεοναζί στη βουλή, έπρεπε να είμαστε σοφότεροι. Κι αυτό ισχύει για όλους όσοι συνεργάστηκαν με την άκρα δεξιά σε κάθε της μορφή. Φυσικά άλλη η εθνικιστική «χουντίλα» του Καρατζαφέρη, άλλος ο εθνολαϊκισμός του Καμένου, άλλος ο αντισημιτισμός και οι διαδρομές των τριών σημερινών υπουργών που αποκήρυξαν τον αντισημιτισμό.

Άλλο η κυβερνητική συνεργασία με τέτοια στοιχεία κι άλλο ένα συστημικό μεγάλο κόμμα να τα ενσωματώνει και να τα κανονικοποιεί πλήρως. Εκεί η ιστορία θα είναι πολύ αυστηρή.

Τελος, τα γεγονότα στη Σταυρούπολη εντάσσονται στο ιστορικό υπόβαθρο της πόλης; Από τα Τρία Έψιλον του Μεσοπολέμου (Εθνική Ένωσις «Ελλάς»), την «Καρφίτσα» και τη δολοφονία Λαμπράκη και τα Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής πρέπει να εντάξουμε τα γεγονότα στη Σταυρούπολη και στο ιστορικό τους πλαίσιο ή αυτές οι αναλογίες είναι επισφαλείς, ελκυστικές ίσως αλλά δεν μας βοηθούν ιδιαιτέρως στην κατανόηση του φαινομένου; Είναι το ιστορικό υπόβαθρο ή άλλες συνθήκες όπως οι οικονομικές και κοινωνικές που επιδεινώθηκαν στην πανδημία; 

Έχετε δίκιο που θέτετε την ιστορική διάσταση. Από τα Τρία Έψιλον και το πογκρόμ στο συνοικισμό Κάμπελ το 1931, την πρώτη συνδυασμένη εμφάνιση του αντικομμουνισμού με τον αντισημιτισμό, μέχρι το μετεμφυλιακό παρακράτος και τα σημερινά γεγονότα, ένα νήμα διατρέχει την πόλη. Είναι η θεσμική υποστήριξη στην ακροδεξιά βία. Κινδυνεύοντας κάποιοι φίλοι στη Θεσσαλονίκη να παρεξηγηθούν, πιστεύω πως ένα διαρκές μαύρο, ένα μείγμα διαπλοκής και σκοταδισμού κάθεται σαν ίζημα στην πόλη. Μια ματιά σε τοπικούς ηγέτες, αιρετούς  και θρησκευτικούς, των τελευταίων δεκαετιών αρκεί. Ακόμα και το κορυφαίο έγκλημα, τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας και την καταλήστευση της περιουσίας της, η ακροδεξιά της Θεσσαλονίκης, στο πολιτικό προσωπικό, στην αυτοδιοίκηση, στην εκκλησία και άλλους θεσμούς το κρατούσε θαμμένο. Ξέρετε, το ακροδεξιό μίσος για τον δήμαρχο Μπουτάρη πρέπει να το δούμε και από αυτό το πρίσμα: η δημόσια συγγνώμη του ήταν καρφί στο μάτι όλων αυτών.

Από την άλλη, δεν εξηγούνται όλα μόνο ιστορικά.

Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη την ιδιαίτερη λειτουργία του οπαδισμού στην πόλη, τον ρόλο των ποδοσφαιρικών παραγόντων, ιδίως όσων έχουν σχέση με κοινότητες ομογενών. Είναι και η ίδια η σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, κοινωνικά και καταγωγικά.

Πολλοί παράγοντες οδηγούν στον εφηβικό ναζιστικό χαιρετισμό. Παίζει τον ρόλο της η ώσμωση τα τελευταία χρόνια με εθνικιστές στα Μακεδονικά συλλαλητήρια, η σημερινή συγκυρία με τους αντιεμβολιαστές, η διαχρονική καχυποψία προς το κράτος των Αθηνών. Εκδηλώνεται έτσι ένας νέος αντισυστημικός ριζοσπαστισμός της δεξιάς, φαινόμενο που συναντάμε σε πολλές χώρες αλλά με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα στην καθεμιά. Νομίζω στη Θεσσαλονίκη συναντιέται και με τον βαλκανικό ορθόδοξο εθνικισμό, πράγμα που θυμίζει και τον ιδιαίτερο ρόλο της εκκλησίας, ρόλο κοινωνικά εξόχως εμπρηστικό ενίοτε.

 Το αποτέλεσμα; Ένα κοκτέιλ μίσους προς καθετί διαφορετικό. Εχθρός οι ομοφυλόφιλοι, οι κομμουνιστές, οι παγκοσμιοποιητές, οι κοσμοπολίτες αστοί, κάθε ξένος. Ε, αυτό το μίγμα που ορμάει με σιδερογροθιές και μολότοφ από τα σχολικά κάγκελα, δεν το κατευνάζουμε. Προσπαθούμε βέβαια να το καταλάβουμε, να το προλάβουμε, να το επηρεάσουμε, να το αλλάξουμε. Δεν επιτρέπουμε σε κανένα κρατικό όργανο να χαριεντίζεται μαζί του, είτε εκπαιδευτικός είτε αστυνομικός είναι αυτός. Κι αν δεν τα κάνουμε αυτά εγκαίρως, δεν το αφήνουμε πάντως να διαλύει σχολικές κοινότητες. Είναι η ώρα να το καταστείλουμε.

 Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και π.Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Το τελευταίο του βιβλίο «Άγρια Ιστορία για Μεγάλα Παιδιά – ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΑΣΙΣΜΟ – Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.