Γράφει ο Γρηγόρης Φαρμάκης.
Στα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ολοκληρωμένων Στατιστικών Κοινωνικής Προστασίας (ESSPROS) παρατηρεί κανείς ότι περισσότερο από το ήμισυ των κοινωνικών δαπανών στην χώρα μας αφορά συντάξεις γήρατος. Από τα 45,4 δις που ήταν οι συνολικές κοινωνικές παροχές στην χώρα μας το 2014, το 55%, σχεδόν 25 δις, πήγαν σε συντάξεις γήρατος. Το κόστος των συντάξεων γήρατος αυξάνεται σταθερά σε όλα χρόνια της κρίσης, ως ποσοστό των κοινωνικών δαπανών (από περίπου 47%-48% που ήταν σταθερά στα χρόνια πριν την χρεωκοπία μας), αλλά και παραδόξως, παρά τις περικοπές, σκαρφάλωσε μέχρι τα 28 δις το 2012 από 25 δις το 2008, για να ξαναπέσει στα 25 δις το 2014.
Φαίνεται ότι το «γήρας» είναι η νάρκη της οικονομίας μας. Γιατί το συνταξιοδοτικό αδιέξοδο, όχι μόνο δεν έχει αντιμετωπιστεί μετά από τόσα μνημόνια, μέτρα και περικοπές, αλλά «πνίγει» σταδιακά και όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές παροχές. Έμεινε στα 25 δις ενώ όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές παροχές (ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας κλπ.) μειώθηκαν κατά 8 δις στην περίοδο της κρίσης.
Αλλά δεν είναι μόνο η κοινωνική πολιτική που στραγγαλίζεται από τις συντάξεις. Στραγγαλίζεται και η πραγματική οικονομία, από τις ήδη δυσβάσταχτες εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, που ακυρώνουν οποιαδήποτε ανταγωνιστικότητα κερδήθηκε με την μείωση του κόστους εργασίας. Όμως οι εισφορές αυτές, λόγω ανεργίας και μείωσης μισθών, ίσα που μπορούν πια να καλύψουν μόνο το συνταξιοδοτικό κόστος χωρίς να αφήνουν πια τίποτα για παροχές πχ ασθένειας, αναπηρίας κλπ. Ενώ μέχρι το 2010 ήταν 34 δις, τώρα δεν είναι παρά 25 δις, όσο δηλαδή και οι συντάξεις. Το σύστημα έχει προφανώς καταρρεύσει, και σε λίγο οι εισφορές δεν θα φτάνουν ούτε για την καταβολή των τρεχουσών συντάξεων. Είναι προφανές ότι ακόμη κι αν οι λιτανείες για να βρέξει ανάπτυξη εισακουσθούν, η ασφαλιστική χρεωκοπία είναι αναπόφευκτη.
Όπως και η ηθική του χρεωκοπία, καθώς με αυτά τα νούμερα ο χαρακτήρας του συστήματος έχει ήδη γίνει πια αποκλειστικά φορολογικός. Πληρώνουμε εισφορές κάθε μήνα πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού προϊόντος της εργασίας μας (μαζί με τις εισφορές για ασθένεια και με τις εργοδοτικές εισφορές) απλά για να καλύψουμε τις συντάξεις κάθε μήνα, χωρίς κανένας να μπορεί να μας εγγυηθεί ότι θα πάρουμε κάποτε τα χρήματά μας πίσω όταν θα τα χρειαζόμαστε. Χωρίς να περισσεύει τίποτα, όχι μόνο για να κεφαλαιοποιηθεί και να επενδυθεί, όπως είναι ο σκοπός των συνταξιοδοτικών ταμείων, αλλά ούτε καν για να καλύψει τα έξοδά μας αν αρρωστήσουμε. Ο οποιοσδήποτε ανταποδοτικός χαρακτήρας του συστήματος είναι μύθος.
Πως όμως εξηγείται αυτή η ανελαστικότητα του συνταξιοδοτικού κόστους; Πως εξηγούνται αυτά τα ακατέβατα 25 δις, όταν υπάρχουν γηραιοί συμπολίτες μας που μετά βίας μπορούν να επιβιώσουν μετά τις περικοπές των συντάξεων; Γέρασε τόσο πολύ ο ελληνικός πληθυσμός μέσα σε λίγα χρόνια, ώστε αυξήθηκε τόσο πολύ το πλήθος των γερόντων;
Όταν μιλάμε για «συντάξεις γήρατος», η απάντηση φοβάμαι ότι είναι στον «ασφαλιστικό» ορισμό της λέξης «γήρατος», που είναι μάλλον διαφορετικός από αυτόν που θα βρει κανείς σε ένα λεξικό. Σύμφωνα με τα στατιστικά της ΗΔΙΚΑ (της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης), 720.000 συμπολίτες μας, νεότεροι των 65 ετών, εισπράττουν κάθε χρόνο 8,6 δις από αυτά τα 25 δις των συντάξεων γήρατος, και σύμφωνα με τα δημογραφικά στατιστικά, θα συνεχίσουν να τα εισπράττουν κατά μέσον όρο για άλλα τριάντα τουλάχιστον χρόνια, δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις περισσότερα από όσα χρόνια εργάστηκαν. Το ένα τρίτο δηλαδή του συνολικού κόστους. Από αυτούς, 200.000 άνθρωποι είναι νεότεροι από 55 ετών και προφανώς οι περισσότεροι βγήκαν στην σύνταξη τα τελευταία χρόνια.
Μία μητέρα ανήλικων τέκνων στα 50 της, μπορεί να είναι ακόμη πολύ νέα για να αναζητήσει την προσωπική της ευτυχία από την αρχή, απαλλαγμένη από το εργασιακό στρες. Ειδικά αν είναι έξυπνη (και προνομιούχα) και το κάνει εις βάρος των συνομηλίκων της. Αν είναι μάλιστα πολύ έξυπνη θα βρει έναν επίσης έξυπνο (και προνομιούχο) σύντροφο, που θα ζει κι αυτός εις βάρος των συνομηλίκων του, και θα έχουν όλον τον χρόνο να ξοδεύουν μαζί τα εφ’ άπαξ τους, όσο οι συνομήλικοι και οι νεότεροί τους θα επιτελούν το κοινωνικό τους καθήκον να πληρώνουν τις συντάξεις τους, από μισθούς συχνά χαμηλότερους από τις συντάξεις αυτές (1.000 € κατά μέσον όρο, ενώ οι μη προνομιούχοι που βγαίνουν στην σύνταξη μετά τα 65 κατεβάζουν τον μέσο όρο στα 800 €). Ή να συμπληρώνουν τις συντάξεις αυτές παράνομα με εισοδήματα από την γκρίζα ή μαύρη περιοχή της οικονομίας. Θα έχουν την συνείδησή τους ήσυχη γιατί θα νομίζουν ότι αυτά τα λεφτά τα έχουν πληρώσει. Και δεν θα τους πειράζει καθόλου που στα στατιστικά του συστήματος ESSPROS θα καταχωρούνται, πενήντα χρονών άνθρωποι, ως γέροντες. Ποιος κοιτάει άλλως τε τα στατιστικά.
Δημοσιεύθηκε στην “Καθημερινή της Κυριακής” 5 Φεβρουαρίου 2017
Ο Γρηγόρης Φαρμάκης είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας στατιστικής και πληροφορικής Agilis.
Ο Γρηγόρης Φαρμάκης είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας στατιστικής και πληροφορικής Agilis.