Είναι μια παρατήρηση που επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και στις δύο καμπάνιες που έκανε και σίγουρα από την πρώτη στιγμή που ο Ντόναλντ Τράμπ εμφανίστηκε ως διεκδικητής πρώτα του χρίσματος του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών και στη συνέχεια του αξιώματος του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών: “Δεν είναι δυνατόν να τα κάνει όλα αυτά. Θέλει να χάσει τις εκλογές”.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο σε οποιονδήποτε να δεχτεί ότι πολλά από τα καμώματα του Τραμπ κατά τον προεκλογικό αγώνα είναι προϊόν κάποιου σχεδίου που εκπονήθηκε από κάποια ομάδα policy makers του Ρεπουμπλιανικού Κόμματος σε συνεργασία μ’ενα πλήθος ειδικών στη στρατηγική της επικοινωνίας και τη διαχείριση Τύπου. Παρ’όλη τη μυθοποίησή τους από την ποπ κουλτούρα, οι προεκλογικές καμπάνιες στις ΗΠΑ είναι πράγματι ένας κανονικός στρατός στη μάχη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, καθώς στελεχώνονται από τους καλύτερους ειδικούς στον τομέα τους, συνεπικουρούμενους από ολόκληρες ομάδες στατιστικών και data analysts, πλέον.
Μετά και το τρίτο debate, λοιπόν τα πράγματα είναι απολύτως σαφή: ο Ντόναλτ Τραμπ δεν εφαρμόζει κάποια στρατηγική που εκπόνησε το σοφιστικέ του επιτελείο, δεν προσποιείται τίποτα για να κερδίσει από τη δεξαμενή της οργής, δεν παριστάνει τον εκκεντρικό ή τον εκρηκτικό χαρακτήρα, δεν προσποιείται ότι περιφρονεί τους θεσμούς και το Σύνταγμα της χώρας τους. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι όντως αυτό που βλέπουμε. Κι αν πρέπει να επισημάνουμε μόνο μία επιτυχία της Χίλαρι Κλίντον σ’αυτά τα τρία debates θα ήταν ακριβώς αυτή: όπως και στα δύο προηγούμενα debates έτσι και σ’αυτό η Κλίντον κατάφερε να αποδείξει ότι ο Τραμπ είναι απολύτως ακατάλληλος στο επίπεδο της πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης να αναλάβει μια δουλειά που ανάμεσα στις αρμοδιότητές της είναι η διαχείριση ενός πυρηνικού οπλοστασίου.
Ο Τραμπ όπως και στα δύο προηγούμενα debate άρχισε καλά. Έδειξε ψύχραιμος και συγκροτημένος. Μας έδινε την εντύπωση ότι έστω και στο τελευταίο debate θα έδειχνε να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το να συγκρατήσει το ρεύμα φυγής των στελεχών του ρεπουμπλικανικού κόμματος και να περιορίσει τις απώλειες σε προπύργια των Ρεπουμπλικανών όπως αυτές καταγράφονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Όμως όχι. Μετά από 45′ λεπτά έχασε για άλλη μια φορά το focus του και την ψυχραιμία του. Άρχισε να βρίζει και να παραλογίζεται μέχρι να δώσει, στην καμπάνια του το τελικό χτύπημα: Όταν ρωτήθηκε εαν θα αποδεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών εκείνος απάντησε: “Θα το αποφασίσω εκείνη τη στιγμή. Θα σας κρατήσω σε σασπένς”.
Για να το δούμε λίγο αυτό. Η απροθυμία του να σπεύσει να δηλώσει ότι θ’αποδεχτεί την ειρηνική μετάβαση στην εξουσία, θέμα ταμπού για τη δημοκρατική παράδοση των ΗΠΑ και ειδικά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πέραν από άλλη μια επίδειξη περιφρόνησης προς το πολίτευμα θα έχει απολύτως απτές και μετρησιμες συνέπειες. Τα τελευταία στελέχη των Ρεπουμπλικανών που έχουν απομείνει να τον στηρίζουν είναι βέβαιο ότι τις επόμενες ημέρες θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση καθώς ο Τύπος θα τους κυνηγήσει ανελέητα για να πάρουν θέση απέναντι σ’αυτή την εξωφρενική δήλωση.
Για τη Χίλαρι Κλίντον ήταν η καλύτερη από τις τρεις εμφανίσεις στις τηλεμαχίες. Έδειξε ότι έχει πλέον μάθει τη φόρμουλα εξουδετέρωσης του Τραμπ, την δοσολογία του πότε θα αγνοήσει τον Τραμπ και πότε πρέπει να μπει σε καυγά μαζί του. Σημειώνουμε εδώ και το εξής φαινόμενο: για τους δημοσιογράφους ήταν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλύπτουν ψύχραιμα όλο αυτό που κάνει ο Τραμπ και για να εξισορροπήσουν τα ρεπορτάζ, έγιναν υπερβολικά σκληροί απέναντι στην Κλίντον σφυροκοπώντας την ξανά και ξανά με ερωτήσεις για θέματα που έχει ήδη απαντήσει με επάρκεια. Έτσι και εχθές. Απάντησε από την αρχή για τα πάντα. Μέχρι και για τα λεγόμενα “αδικαιολόγητα”, τη χρήση του προσωπικού της εμέηλ, το Ίδρυμα Κλίντον και όλα αυτά που την έχουν χρωματίσει ως διαπλεκόμενη. Αλλά το έκανε για άλλη μια φορά ήρεμα με επάρκεια. Η στρατηγική του να σταθεί ήρεμη, ψύχραιμη, σταθερή απέναντι στον Τραμπ φαίνεται ότι απέδωσε καρπούς.
Εαν η Χίλαρι Κλίντον κερδίσει τις εκλογές, δεν θα έχει κερδίσει μόνον η Δημοκρατία, όπως εκτιμούν οι πολιτικοί αναλυτές. Στο επίπεδο της στρατηγικής της επικοινωνίας θα είναι μια νίκη της ευπρέπειας, της συγκρότησης, της μετριοπάθειας, απέναντι στην οξύτητα, τον ακραίο λαϊκισμό και το λόγο μίσους, όλα αυτά που κάποιοι, είτε από άγνοια είτε από δόλο, διαφημίζουν ως δηλωτικά αληθινα δυναμικού πολιτικού. Πέραν όλων των άλλων είναι και μια μάχη ύφους και τακτικών επικοινωνίας. Είναι η μάχη της μετριοπάθειας απέναντι στην πολωση με τακτικές όξυνσης. Και η νίκη θα είναι στην κυριολεξία επί των επικοινωνιακών σημείων.
Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία.