Του Μιχάλη Καλογήρου*
Από την έναρξη ισχύος των ποινικών Κωδίκων έχουν μεσολαβήσει πέντε μήνες. Διάστημα που ταυτίζεται με την θητεία της κυβέρνησης της ΝΔ η οποία άμεσα, όπως εξάλλου είχε δεσμευτεί, προχώρησε ήδη σε τροποποιήσεις. Είχε βέβαια μεσολαβήσει χρονικό διάστημα ικανό προκειμένου η μεταρρύθμιση αυτή να υπαχθεί και μάλιστα προεκλογικά στις ανάγκες του δόγματος «νόμος και τάξη», δόγμα προνομιακό για τη ΝΔ, αφού εύκολα μπορούσε να επιχειρηματολογεί επί τεχνικών ζητημάτων, δυσνόητων για τους μη νομικούς, απευθυνόμενη σε ανασφάλειες της ελληνικής κοινωνίας. Η έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για το σωφρονιστικό σύστημα (Μάρτιος 2019) έχει ήδη καταδείξει ότι η εγκληματικότητα στη χώρα μας είναι κάτω από το μέσο όρο των χωρών-μελών του οργανισμού. Οι ποινές σε αυτή τη χώρα είναι από τις υψηλότερες, ιδίως οι ισόβιες καθείρξεις. Οι πολίτες αυτής της χώρας είναι πρώτοι στον φόβο.
Οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, παρά τις ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις ή διαφωνίες ως προς επιμέρους σημεία τους, στον σημαντικότερο βαθμό πέτυχαν να συγκεράσουν τους στόχους του εκσυγχρονισμού της ποινικής μας νομοθεσίας σύμφωνα με την ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι κατ’ εξοχήν καρποί της φιλελεύθερης αντίληψης στο ποινικό δίκαιο, που ακόμη αντέχει και μέσω αυτών ανανεώνεται, καταφέρνοντας να συνδυάσουν τα σύγχρονα αιτήματα για επιτάχυνση των διαδικασιών, σε έναν κόσμο που τρέχει πια εν γένει με μεγάλες ταχύτητες, και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην αυθαίρετη και ανεπιεική ποινική εξουσία. Είναι το αποτέλεσμα διεργασιών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών μιας δεκαετίας. Ψηφίστηκαν από την Βουλή με τη συνταγματικά προβλεπόμενη “διαδικασία των κωδίκων”, προκειμένου να διαφυλαχτεί το κύρος τους απέναντι στις ήδη τότε ορατές προσπάθειες, που, με τη δύναμη και της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, έτειναν στο να προκαλέσουν την άποψη ότι οι Κώδικες είναι «του ΣΥΡΙΖΑ» και ότι αποσκοπούν στην προνομιακή μεταχείριση των εγκληματιών (!), δήθεν ως συστατικό στοιχείο της «ιδεοληψίας του».
Για το αφήγημα αυτό δεν είχε καμία σημασία ότι τα μέλη των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών εκπροσωπούσαν το πανεπιστήμιο, το δικαστικό και το δικηγορικό σώμα. Και ασφαλώς, η επιστημονική προσέγγιση επί των επιμέρους θεμάτων δεν ήταν πάντα ομόθυμη. Και ασφαλώς υπήρχαν αντίθετες απόψεις, όπως αυτές εκφράστηκαν και στη δημόσια διαβούλευση. Η αντίθετη άποψη μπορούσε και μπορεί να διορθώσει τυχόν σφάλματα. Να βελτιώσει την εφαρμογή των νέων αυτών νομικών κειμένων. Γιατί αυτό ήταν και παραμένει το στοίχημα: η εφαρμογή τους. Αντ’ αυτού, το σημαντικότερο μέρος της δημόσιας συζήτησης αναλώθηκε στην έκφραση αυθαίρετων επιχειρημάτων από κάθε ποινικολογούντα που, εκούσια ή ακούσια, έπαιζε το παιχνίδι της αντιπολιτευτικής τότε στρατηγικής. Αντί, για παράδειγμα, να συζητάμε για τις εναλλακτικές ποινικές διαδικασίες, στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, αναλωθήκαμε στην προσπάθεια να εξηγηθεί στον κόσμο ότι η ευθύνη για την κατοχή εκρηκτικών διακρίνεται και είναι πρόσθετη της ευθύνης για την χρήση τους με την πρόκληση έκρηξης.
Οι Ποινικοί Κώδικες «του ΣΥΡΙΖΑ» ψηφίστηκαν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Σύριζα και από το Ποτάμι, ενώ και ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος επιχειρηματολόγησε υπέρ της μεταρρύθμισης, υποστηρίζοντας μάλιστα, όπως και τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, την άμεση θέση σε ισχύ. Υπενθυμίζω ότι υπήρχε τότε η πρόταση να τεθούν σε ισχύ αρκετούς μήνες μετά την ψήφισή τους (1.1.2020) Στην περίπτωση αυτή, θα είχαμε ποινικές διατάξεις σε εκκρεμότητα, με πολίτες να δικάζονται ακόμη σε μια άλλη, διαφορετική, ήδη ξεπερασμένη, ποινική ταχύτητα, πράγμα απαράδεκτο για μια ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Και ας μη γελιόμαστε, δεδομένης της αλλαγής της κυβέρνησης που μεσολάβησε, η μεταρρύθμιση αυτή ήταν πιθανό να επιστρέψει στο συρτάρι, εκεί όπου παρέμενε τα προηγούμενα χρόνια. Ή θα συνέβαινε αυτό που συνέβη και στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση. Δειλές και αποσπασματικές αλλαγές κατά το τρέχον και πρόσκαιρο πολιτικό δοκούν.
Η ΝΔ κρύφτηκε από την Ολομέλεια κατά την ψήφιση των κωδίκων. Επιδίωξε να διατηρήσει για τον εαυτό της το ρόλο εκείνου που θα ήταν ο κατόπιν εορτής κριτής των κωδίκων, όταν μετά την ανάδειξη ορισμένου σφάλματος, όπως μπορεί να γίνει με κάθε ανθρώπινο ενέργημα, θα μπορούσε να έρχεται και να καταλογίζει τη σχετική εξέλιξη στις ελλείψεις ή απροσεξίες της κυβέρνησης που τον εισηγήθηκε, ακόμη και παραβλέποντας ότι κατά βάση συνιστούσε πόρισμα καθολικά αποδεκτών, καταξιωμένων προσωπικοτήτων του νομικού κόσμου. Ήταν ίσως μια αποκαλυπτική συγκύρια ότι όταν έπρεπε η ΝΔ να έρθει αντιμέτωπη με τα αποτελέσματα αυτού που είχε χαρακτηριστεί ως “ποινικός λαϊκισμός”, αυτή επέλεξε να αμφισβητήσει ότι προτεινόταν από κατεξοχήν εκπροσώπους της λεγόμενης «αριστείας». Έχοντας δηλώσει αρχικά και γενικόλογα συναίνεση, αλλά απέχοντας από την κοινοβουλευτική διαδικασία, θα μπορούσε μετά να αλλάζει τη στάση της, ανάλογα με το ποια ψευδής είδηση θα την εξυπηρετούσε.
Αυτή τη θέση εκφράσαμε τότε. Αυτό πράγματι συνέβη. Οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου μπορεί να «δυσαρεστήσει» την κοινή γνώμη, χρεώνεται άνευ άλλου τινός σε λάθος επιλογές στον νέο Κώδικα. Δεν έχει καμία σημασία αν στη συνέχεια για παράδειγμα αναιρείται ως εσφαλμένη από τον Άρειο Πάγο, δείχνοντας ότι ο κανόνας δικαίου πάντοτε ερμηνεύεται. Η ζημιά της απαξίωσης της μεγάλης αυτής μεταρρύθμισης γίνεται και πάμε παρακάτω.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν έμεινε βέβαια σε αυτά. Νομοθέτησε, άλλες διατάξεις με σύμφωνη γνώμη σχετικής νομοπαρασκευαστικής και άλλες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της. Έχει ενδιαφέρον να μάθουμε τελικά και δημόσια τις απόψεις των μελών των νομοπαρασκευαστικών για κάθε μία από τις αλλαγές που ψηφίστηκαν πρόσφατα. Υπό την στέγη «κανονικότητα και ασφάλεια» η σημερινή κυβέρνηση νομοθέτησε αυτά που εκφράζουν το δικό της κυβερνητικό πρόγραμμα: την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας, την αποδέσμευση των κατασχεμένων λογαριασμών του λευκού κολάρου. Κατήργησε τον διαχρονικά εφαρμοσμένο στη χώρα μας θεσμό της κοινωφελούς εργασίας. Προχώρησε στην άκριτη ποινική αυστηροποίηση αδικημάτων, η οποία έχει πάντα, αποδεδειγμένα τα αντίθετα αποτελέσματα. Απονεύρωσε τους εναλλακτικούς τρόπους έκτισης της ποινής. Χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό. Μένει να δούμε για παράδειγμα πώς οι νέες διατάξεις θα λειτουργήσουν ως προς το διαχρονικό πρόβλημα του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών και την περαιτέρω εξαθλίωση των συνθηκών κράτησης.
Συμπέρασμα: ο ΣΥΡΙΖΑ που λοιδορήθηκε το διάστημα της διακυβέρνησής του ως αποσυνάγωγος της θεσμικής αντίληψης και των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, είναι εντέλει εκείνος που ανέλαβε το βάρος να κάνει τομές με υψηλό κοινωνικό ενδιαφέρον και βάθος, χωρίς να λογαριάζει το πολιτικό κόστος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που λοιδορείται με κάθε ευκαιρία για απαξίωση της δικαιοσύνης δρομολόγησε εκείνες τις τομές που θα μπορούσαν να βγάλουν τη δικαιοσύνη από το τέλμα της στασιμότητας και του ατέρμονου χρόνου απονομής της που την έβαλαν οι πρακτικές τόσων χρόνων.
Παρότι καταγγελθήκαμε ως κυβέρνηση λαϊκιστών δώσαμε ισχυρό πλήγμα στις λογικές του ποινικού λαϊκισμού, που οδήγησαν στη δημιουργία μιας επίπλαστης φούσκας ποινικών διώξεων που βούλιαξε τη δικαιοσύνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εντέλει επεδίωξε να αποδείξει ότι δεν είναι η βαριά ποινική νομοθεσία αυτή που αποτρέπει ή καταστέλλει το έγκλημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πολιτικό θάρρος -αυτό που δεν είχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις- να υιοθετήσει την πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την κατάργηση του δρακόντειου νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου που δεν είχε αποτρέψει ούτε τα οικονομικά εγκλήματα ούτε τη διαφθορά στη χώρα μας. Διώξεις για σοβαρή οικονομική εγκληματικότητα είτε δεν ασκούνταν, είτε ασκούνταν τόσο αργά που η παραγραφή ήταν πάντοτε η πιο πιθανή εξέλιξη για τις υποθέσεις που καθίσταντο μετά από τόσο καιρό αρχαιολογικά ποινικά ευρήματα. Και επειδή η δεξιά παράταξη στην Ελλάδα διαχρονικά πολιτευόταν μέσω των fake news και της προπαγάνδας, υπενθυμίζω ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου το 1950 ο νομοθέτης πρότασσε την πάταξη της διαφθοράς και προέβλεπε την ποινή των ισοβίων που διατηρήθηκε για 70 χρόνια, λόγω ενός σκανδάλου λαθρεμπορίας χρυσού που χρεώθηκε τότε στους κομμουνιστοσυμμορίτες…
Η ποινική δίκη θα αποτελεί βέβαια πάντα πεδίο σύγκρουσης. Δικαιωμάτων και ιδεών. «Ελευθερίας και ασφάλειας». Η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης του πολίτη με την δικαιοσύνη και την πολιτική παραμένει ζητούμενο. Η ποινική μεταρρύθμιση στη χώρα μας μόλις ξεκίνησε και θα αξιολογείται καθημερινά. Το πολιτικό σύστημα θα κριθεί, και σε αυτό το πεδίο, για την αξιοπιστία του.
Παρακαταθήκη που θα μείνει είναι το ότι αναλήφθηκε και ήρθε σε πέρας μια θαρραλέα μεταρρύθμιση εν μέσω προπαγανδιστικών, προεκλογικών πυρών, δίνοντας μετά από πολλά χρόνια ένα παράδειγμα άσκησης πολίτικης χωρίς το φόβο του πολιτικού κόστους, με γνώμονα τη ρεαλιστική, ειλικρινή προσέγγιση των ποινικών προβλημάτων και όχι μια αόριστη επίκληση των αισθημάτων της “κοινής γνώμης”. Κι αυτή η αλλαγή, άλλαξε και το παράδειγμα της ποινικής μας νομοθεσίας για τις επόμενες δεκαετίες. Οι νέες, γρήγορες διαδικασίες και η ισορροπημένη συναρμογή τους με την ενίσχυση των δικαιωμάτων του υπόπτου και του κατηγορουμένου, ο εξορθολογισμός των ποινών, η επιείκεια και η αναλογικότητα, με “ειλικρινείς” και “έξυπνες” ποινές, η επανανοηματοδότηση του πλημμελήματος, που πια μπορεί και να εκτίεται, όταν πρέπει να αποτραπούν νέα εγκλήματα, και η μείωση των κακουργημάτων, η ενίσχυση των εναλλακτικών του εγκλεισμού ποινών, η κατάργηση των ισοβίων ως μόνης απειλούμενης ποινής, η κατάργηση των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, η κατάργηση των πταισμάτων και άλλων αναχρονιστικών διατάξεων και η αποσαφήνιση πλείστων εννοιών έδωσαν στο ποινικό μας σύστημα μια νέα συνοχή, μια νέα ραχοκοκαλιά, και έναν νέο χαρακτήρα για μια νέα προοπτική.
Αυτά είναι κεκτημένα που εκτιμώ ότι δεν μπορεί να αναιρεθούν εύκολα και σύντομα μέσω μιας γενικής αλλαγής, παρά μόνο με νέες εμβαλωματικές, ευκαιριακές παρεμβάσεις στο σώμα των κωδικών, που δυστυχώς ήδη έχουν ξεκινήσει και αν δεν υπάρξει αυτοσυγκράτηση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες αποδιαρθρώσεις του. Ελπίζω παρόλα αυτά ακόμη ότι κανείς δεν είναι έτοιμος να βάλει ξανά την ποινική πολιτική στο δρόμο που την έφερε στα όρια της.
*Ο ποινικολόγος Μιχάλης Καλογήρου είναι πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης και σήμερα είναι ο διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα.