Του Άκη Γεωργακέλλου*
Χτες βράδυ, ο Δημήτρης Διαμαντίδης ολοκλήρωσε την καριέρα του. Αυτό ήταν και δεν θα βγει άλλος. 3 Ευρωλίγκες, ένα Ευρωμπάσκετ, 9 πρωταθλήματα και 10 κύπελλα Ελλάδας, αμέτρητες ομαδικές και ατομικές διακρίσεις με τον Παναθηναϊκό και την Εθνική.
Μπασκετικά όποιος έχει παίξει μαζί του θα σου πει ότι είναι ο απόλυτος ηγέτης, αυτός που δούλευε περισσότερο από όλους γι’ αυτό και βελτιωνόταν συνεχώς, ο τέλειος team player και ο ορισμός αυτού που οι Αμερικάνοι λένε clutch player, δηλαδή ο παίχτης που στα τελευταία κρίσιμα δευτερόλεπτα θα έχει την ικανότητα, την αντοχή κάτω από πίεση και κυρίως το καθαρό μυαλό, για να κάνει το σωστό. Αν όμως αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν δείξει και άλλοι παίχτες (όχι πολλοί φυσικά) ο Διαμαντίδης δεν είναι μόνο αυτά.
Είναι ο παίχτης που άλλαξε την εικόνα που έχουμε για το άθλημα: Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ως ο κορυφαίος, όχι αυτός που σκόραρε περισσότερο (το έκανε κι αυτό βέβαια πολλές φορές) αλλά αυτός που έκανε τέλεια τα πάντα και ιδίως τις θεωρούμενες ως πιο «δευτερεύουσες» δουλειές (ασίστς, κλεψίματα, άμυνα, ριμπάουντς).
Είναι όμως και ο άνθρωπος που άλλαξε την εικόνα που έχουμε για το star system: Έγινε σταρ χωρίς σταριλίκι, Παναθηναϊκό ίνδαλμα χωρίς να πουλήσει ποτέ οπαδιλίκι, λαϊκός ήρωας χωρίς να γίνει ούτε για ένα λεπτό λαϊκιστής (αλήθεια, όμως, πόσο ταιριαστά αυτά και με την παραδοσιακή ιδιοσυγκρασία του Παναθηναϊκού). Σχεδόν εξωγήινος μέσα στο γήπεδο, «ένας από εμάς» έξω από αυτό.
Σε επίπεδο επικοινωνίας, αποτελεί παράδειγμα σεμιναριακού επιπέδου για το πώς κάποιος κορυφαίος μιλάει με το έργο του και την αξία του και όχι με μεγάλα λόγια. Κάνει αυτό που κάνει τέλεια, αλλά και με μία αίσθηση για τον εαυτό του ότι «έλα μωρέ, δεν κάνω και κάτι τρομερά σημαντικό». Εδώ τον άνθρωπο τον ρώτησαν λίγα λεπτά μετά το τελευταίο του παιχνίδι πώς του φαίνεται η ιδέα να πάρει το ΟΑΚΑ το όνομά του και αυτός απάντησε γελώντας «συγγνώμη που θα το πω αλλά αυτό είναι και λίγο βλακεία»! Είναι όμως αξιοθαύμαστος και γιατί δεν θέλησε να παίξει με την εικόνα του ούτε στο τέλος. Μπορούσε προφανώς να συνεχίσει το μπάσκετ –με όλο και μικρότερο χρόνο συμμετοχής και λιγότερο σπουδαίες επιδόσεις, αλλά πάντως σε υψηλό επίπεδο- όμως προτίμησε να σταματήσει όσο ακόμα ήταν ο Διαμαντίδης που ξέρουμε.
Βέβαια, για να εξελιχθεί και να φτάσει στο επίπεδο που έφτασε, χρειάστηκε να βρεθεί και σε ένα club που του ταίριαζε απόλυτα και του εξασφάλιζε ακριβώς το περιβάλλον που χρειαζόταν για την εξέλιξή του: στον Παναθηναϊκό, στα χρόνια της οικογένειας Γιαννακόπουλου αλλά και του Ομπράντοβιτς (με τον οποίον συνεργάστηκε στα περισσότερα και πιο καθοριστικά για το μύθο του χρόνια της καριέρας του).
Η Ελλάδα μπορεί να γίνει άλλη χώρα, αν βρεθούν μερικοί Διαμαντίδηδες που να συνδυάζουν το σπάνιο ταλέντο με τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση στο να βοηθήσουν όλη την ομάδα γύρω τους να γίνει καλύτερη –αλλά και αν η πατρίδα μας καταφέρει να δημιουργήσει το περιβάλλον για να ευδοκιμήσουν.
*Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία.