Δεύτερο debate μεταξύ Κλίντον- Τραμπ. Ποιος κέρδισε;

Γράφει ο Άκης Γεωργακέλλος*

Το τελικό ερώτημα μετά από κάθε debate είναι πάντα ένα: Ποιος νίκησε; Η απάντηση, στην πραγματικότητα, εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τη «νίκη». Αν νικητή θεωρούμε αυτόν που μια στροφή πριν το τέλος φαίνεται πιο κοντά στην επικράτηση, τότε νικήτρια του 2ου debate ήταν η Κλίντον, αφού το πέρασε και αυτό χωρίς να χάσει το προβάδισμα που καταγράφεται να έχει στις δημοσκοπήσεις. Αν, όμως, ως νικητή θεωρούμε αυτόν που βελτίωσε τη θέση του σε σχέση με το πού βρισκόταν πριν το debate, τότε τον πόντο τον παίρνει ο Τραμπ, αφού από εκεί που τον βλέπαμε σε ελεύθερη πτώση λόγω του #TrumpTape, τώρα είναι ξανά μέσα στο παιχνίδι.

Προσωπικά είμαι περισσότερο κοντά στη δεύτερη προσέγγιση. Ασφαλώς είναι επιτυχία για την Κλίντον ότι έχουν περάσει 2 από τα 3 debate και αυτή προηγείται. Όμως, ας θυμηθούμε πώς ήταν τα πράγματα για τον Τραμπ πριν τη χτεσινή βραδιά και ας δούμε πώς είναι τώρα: Η όλη συζήτηση ήταν αποκλειστικά γύρω από τα όσα έλεγε στο γνωστό βίντεο –τώρα όχι πια, έβαλε κι άλλα θέματα στο τραπέζι. Κι επιπλέον, σημαντικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων δήλωναν ότι τον εγκαταλείπουν –ως δια μαγείας, αυτό ούτε καν αναφέρθηκε στο debate (κι αυτό ήταν σίγουρα και ένα τακτικό λάθος της Κλίντον). Συνολικά, πάντως, και οι δύο υποψήφιοι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι και –με λίγες εξαιρέσεις- συνεπείς ως προς τη στρατηγική τους.

Η Κλίντον σίγουρα έδειχνε πολύ περισσότερο «προεδρική». Κι αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτούμε πως έχει να ξεπεράσει το γεγονός ότι κανείς δεν είναι εξοικειωμένος με την εικόνα μιας γυναίκας Προέδρου των ΗΠΑ. Ήταν ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της βραδιάς. Δεν διέκοπτε αλλά και δεν δεχόταν εύκολα τις διακοπές. Η ούτως ή άλλως δυνατή εικόνα της, ήταν ακόμα πιο βελτιωμένη –για παράδειγμα, αυτή τη φορά δεν κοιτούσε τις σημειώσεις της, ενώ απευθυνόταν με άνεση στους πολίτες που της έκαναν ερωτήσεις. Πήγαινε το μήνυμά της ως το τέλος, σχεδόν σε κάθε απάντηση, με απόλυτη στοχοπροσήλωση. Έδινε αρκετά συγκεκριμένες απαντήσεις για τις πολιτικές που σκοπεύει να ακολουθήσει και απέφευγε τις γενικολογίες. Με κάθε ευκαιρία προέβαλε τις αξίες που έχουν κεντρική θέση στον πολιτικό λόγο της (συνεργασία, σεβασμός στη διαφορετικότητα, πίστη στο ότι οι ΗΠΑ είναι «το καλό») και, σε αντιδιαστολή, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις πρόσφατες αποκαλύψεις κατά του Τραμπ για να υπενθυμίσει πώς αντιμετωπίζει όχι μόνο τις γυναίκες, αλλά σχεδόν κάθε κρίσιμη εκλογικά κοινωνική ομάδα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι –με ποδοσφαιρικούς όρους- η Κλίντον χτες έπαιξε περισσότερο για να μην χάσει. Αν τελικά το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι υπέρ της, σίγουρα θα θυμηθεί ότι πριν το 2ο debate είχε την ευκαιρία να τελειώσει τον αντίπαλό της, αλλά δεν το έκανε.

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, υπηρέτησε με συνέπεια την «ανορθόδοξη» εικόνα που έχει κτίσει από την αρχή της καμπάνιας του. Μπήκε πολύ δυνατά, για να κάνει την αντεπίθεσή του, και ιδίως στο πρώτο κομμάτι αξιοποίησε σχεδόν κάθε απάντησή του για να θέσει νέα θέματα στην ατζέντα. Βρήκε την ευκαιρία να εντάξει το Obamacare στην πρώτη του απάντηση, τον ρώτησαν για τις πρόσφατες αποκαλύψεις εναντίον του και απάντησε για το ISIS και, βέβαια, κορύφωσε αυτή την προσπάθεια βάζοντας στο τραπέζι τις κατηγορίες εναντίον του Μπιλ Κλίντον και, στη συνέχεια, εναντίον της Χίλαρι Κλίντον για το θέμα των email. Επανέλαβε αρκετές φορές την κεντρική του θέση, ότι αυτός μπορεί να κάνει πράξεις, σε αντίθεση με την αντίπαλό του και γενικώς τους παλαιότερους πολιτικούς που είναι όλο λόγια. Χρησιμοποίησε πολύ σκληρές εκφράσεις, όπως ότι η Κλίντον «έχει μίσος στην καρδιά της». Στην πορεία της βραδιάς κουράστηκε κάπως, δεν ξέφυγε πάντως από τη στρατηγική του. Και βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα πιο χαρακτηριστικό της όλης ανορθόδοξης παρουσίας του, από το γεγονός ότι πέρασε σχεδόν το μισό debate κόβοντας βόλτες πίσω από την Κλίντον την ώρα που μιλούσε –και κυριολεκτικά προσπάθησε να μην της χαρίσει ούτε μισό πλάνο 100% δικό της…

Οι μόνες απαντήσεις που έδωσαν και οι δύο και φάνηκαν εκτός στρατηγικής, ήταν στην τελευταία ερώτηση («πείτε κάτι θετικό για τον αντίπαλό σας»). Και οι δύο, λέγοντας κάτι καλό για τον άλλον, έδειξαν υπεράνω και δυνατοί. Όμως, άθελά τους, επέλεξαν να αναγνωρίσουν στον αντίπαλο στοιχεία που συγκρούονται με όλη την κριτική που του κάνουν. Η Κλίντον εξήρε τα παιδιά του Τραμπ (το οποίο τον δείχνει καλό οικογενειάρχη και αποδυναμώνει τη σεξιστική εικόνα του) και ο Τραμπ τη μαχητικότητα της Κλίντον (σε αντίθεση με όσα έλεγε επίμονα στο προηγούμενο debate ότι δεν έχει σθένος και αντοχές – «stamina»).

Σε επίπεδο συμβολισμών, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι οι δύο υποψήφιοι δεν αντάλλαξαν χειραψία όταν συναντήθηκαν στο ξεκίνημα. Αυτό ήταν μάλλον πρωτοβουλία της Κλίντον στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του Τραμπ μετά τις σεξιστικές του δηλώσεις, αφού βλέποντας κανείς προσεκτικά το βίντεο, θα μπορούσε να διακρίνει ένα κάπως αμήχανο βήμα του Τραμπ προς την Κλίντον, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται και τελικά μένουν και οι δύο στις θέσεις τους. Αντιθέτως, στο τέλος, με επίσης αμήχανη πρωτοβουλία του Τραμπ, δίνουν τα χέρια. Έχουν προφανώς παίξει ρόλο και οι απαντήσεις στην τελευταία ερώτηση.

Λίγο πριν την τελική ευθεία, λοιπόν, η Κλίντον καταγράφεται μπροστά. (Ας βάλουμε πάντως και έναν αστερίσκο γιατί διεθνώς στις εκλογικές μάχες των τελευταίων ετών, οι πιο αντισυστημικές και λαϊκίστικες υποψηφιότητες συχνά καταγράφουν μεγαλύτερα του αναμενομένου ποσοστά –αποτέλεσμα της διεθνούς κατάστασης αλλά ίσως και του διαφορετικού πολιτικού λόγου που ευνοεί η νέα πραγματικότητα των social media.)  Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό του κλισέ που ισχύει και για τους δύο αντιπάλους, αλλά κυρίως για τον Τραμπ: στο debate του Λας Βέγκας θα παίξει τα ρέστα του!

*Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής στην Επικοινωνία και managing partner στην εταιρεία Stratego.

 

Είναι αυτό το “θανατηφόρο χτύπημα” στον Τραμπ ;

Το πρωί της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου και στα γραφεία της εφημερίδας Washington Post χτύπησε το τηλέφωνο του συντάκτη David Fahrenthold. “Σ’ενδιαφέρει να δεις ένα βίντεο με τον Τραμπ που δεν έχει προβληθεί ποτέ ξανά;”, ρώτησε η ανώνυμη πηγή. Φυσικά ο συντάκτης απάντησε καταφατικά και μόλις είδε το ολιγόλεπτο βίντεο ξεκίνησε το σπριντ της αποκάλυψης της ιστορίας (The Washington Post).

Το βίντεο χρονολογείται από το 2005 και αφορά μια συζήτηση του Ντόναλντ Τραμπ και του Billy Bush (ξάδελφο του πρώην αμερικανού προέδου J.W.Bush). Η συζήτηση ελάμβανε χώρα μέσα στο van της εκπομπής “Access Hollywood” του τηλεοπτικού καναλιού NBC κι ενώ αυτό κατευθυνόταν προς το στούντιο της εκπομπής στην οποία θα εμφανιζόταν ο Τραμπ ως καλεσμένος του Μπίλυ Μπους.

Στο βίντεο ακούμε τη φωνή του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών ενώ αφηγείται την απόπειρα να κάνει σεξ με μια γυναίκα που στο ηχητικό λέγεται “Νάνσυ”. Ήταν παντρεμένη και αρνήθηκε τις προτάσεις του Τραμπ εαν κι εκείνος πριν επιχειρήσει να την αρπάξει δια της βίας αποπειράθηκε να την δελεάσει με τα λεφτά του προτείνοντάς της να πάνε για ψώνια για να αγοράσουν έπιπλα για το σπίτι τους. Πέραν του ύφους της συνομιλίας φέρεται να λέει πως “Όταν είσαι σταρ μπορείς να τις κάνεις ό,τι θες”.

Το ύφος της συνομιλίας είναι τέτοιο που πολλά τηλεοπτικά μέσα, όπως το CNN, μπήκαν στο δίλημμα για το εαν θα πρέπει να το μεταδώσουν. Τη γνησιότητα του βίντεο την παραδέχτηκε αμέσως ο Ντόναλντ Τραμπ με βίντεο που δημοσίευσε στο facebook όπου απολογείται για το λάθος του αλλά καταγγέλλει τη δημοσίευσή του ως απόπειρα των Δημοκρατικών ν’αλλάξουν τη συζήτηση ενώ ανακοίνωση εξέδωσε και Billy Bush στην οποία αναφέρει ότι ντρέπεται για τη συνομιλία και ότι από τότε έχει ωριμάσει ως άνθρωπος και σήμερα δεν θα την επαναλάμβανε.

Ποιο ακριβώς είναι το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί;

Όσοι παρακολουθούν την αμερικανική κοινή γνώμη σε βάθος χρόνου καταλαβαίνουν ότι το ζήτημα που δημιουργήθηκε ξεπερνά την έτσι κι αλλιώς γνωστή περιφρόνηση του Τραμπ προς το γυναικείο φύλο. Εαν πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, στην εποχή του σκανδάλου Κλίντον-Μόνικας Λουίνσκι θα θυμηθούμε ότι η βασική κριτική που δέχτηκε ο Κλίντον τόσο από τους ορκισμένους αντιπάλους του όσο κι από τους πολιτικούς του φίλους δεν περιορίζονταν στο ζήτημα της απιστίας. Τον κατηγόρησαν ότι έκανε κατάχρηση της εξουσίας του και μάλιστα μέσα στο ίδιο το Οβάλ Γραφείο, το απόλυτο σύμβολο εξουσίας στον πλανήτη σε βάρος μια νέας γυναίκας την οποία η οικογένειά της, μια μέση αμερικανική οικογένεια είχε εμπιστευθεί στην αμερικανική πολιτεία. Αυτή ήταν τότε η ουσία του σκανδάλου Λουίνσκι.

Σήμερα, αυτό που θα στοιχίσει στον Τραμπ, δεν είναι μόνο το ύφος της συνομιλίας και η φύση των σχολίων. Είναι ότι επιμένει να ριχτεί σε μια παντρεμένη γυναίκα την οποία για να την πείσει χρησιμοποιεί τον πλούτο και την κοινωνική του θέση. Μπορούμε όλοι να φανταστούμε την εντύπωση που θα κάνει αυτό στον μέσο, συντηρητικό ψηφοφόρο της μεσαίας τάξης και μάλιστα αυτόν που τον ακολουθεί μέσα στο πλαίσιο του ασαφούς αντισυστημισμού απέναντι στα “πολιτικά τζάκια”.

Ο σάλος ήταν τεράστιος. Σύμφωνα με τη Washington Post που έκανε την αποκάλυψη, μόλις δημοσίευσε το βίντεο στο σάιτ της υπήρξε στιγμή που έβλεπαν το βίντεο 100.000 χρήστες ταυτοχρόνως με αποτέλεσμα να “κρασάρει” για λίγα λεπτά ο σέρβερ της.

Οι πιο σφοδρές αντιδράσεις αυτή τη στιγμή καταγράφονται (The Washington Post) στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών. Από τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Ρεπουμπλικανών μέχρι κορυφαίας στελέχη – Γερουσιαστές του κόμματος, όλοι έσπευσαν να καταγράψουν τον αποτροπιασμό τους.

Η αποκάλυψη μπορεί να λειτουργήσει ως “θανατηφόρο χτύπημα” στην καμπάνια Τραμπ. Μένει να το δούμε. Ενόψει μάλιστα του πολύ κρίσιμου debate της Κυριακής…

Βίβιαν Ευθυμιοπούλου.