Γράφει η Ντίνα Σπυροπούλου*
Οι προοπτικές του αγροτικού τομέα βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων ειδικά εν μέσω αγροτικών κινητοποιήσεων και αναλύσεων (μελέτη McKinsey Ελλάδα 2020, τοποθετήσεις κομμάτων σχετικά με την ανάπτυξη στην Ελλάδα, εκδόσεις τραπεζών για τον αγροτικό τομέα). Ο προβληματισμός εντάθηκε τα χρόνια της κρίσης και συνδέεται, κυρίως, με τις προτεραιότητες, τις πολιτικές, αλλά και με τη γνώση των εξελίξεων που επηρεάζουν ορισμένες κρίσιμες πλευρές του. Αυτές οι πλευρές αφορούν στο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ο τομέας αλλά και συνολικά η χώρα λειτουργεί και πιο συγκεκριμένα στο αγροτικό εισόδημα, στην παραγωγή και στην απασχόληση, στο εξωτερικό εμπόριο, στη χρηματοδότηση και στις επενδύσεις, στην εφοδιαστική αλυσίδα και την αγορά, αλλά κυρίως στις επιπτώσεις από τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολίτικης μετά το 2020.
Η σημασία της γεωργικής δραστηριότητας είναι τέτοια που ξεπερνά κατά πολύ την απλή παραγωγή προϊόντων διατροφής ή προϊόντων για λοιπή βιομηχανική χρήση (βαμβάκι, καπνά κλπ). Η πρωτογενής παραγωγή αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Στην Ελλάδα, η αγροτική παραγωγή έχει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό συμβολής στην εθνική ΑΠΑ (Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία) από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 και μεγαλύτερο όλων των μεσογειακών οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης τηςΓαλλίας. Επίσης, η αξία των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια συνεχή αυξητική τάση. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στις ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, ο πρωτογενής τομέας δείχνει να αντιδρά καλύτερα, διατηρώντας μιαδυναμική και προοπτικές ανάπτυξης που προσελκύουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό ενδιαφέρον. Η έλλειψη όμως υποδομών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του συνόλου της αγροδιατροφικής αλυσίδας αποτελεί ίσως το σοβαρότερο μειονέκτημα.
Από την άλλη πλευρά, στο διάστημα των τελευταίων ετών ακόμα και πριν την οικονομική κρίση, το καθαρό αγροτικό εισόδημα μειώνεται διαρκώς. Τα αίτια της μείωσης του αγροτικού εισοδήματος είναι σύνθετα και πρέπει να αναζητηθούν σε βάθος χρόνου στη συνεχή μείωση των τιμών παραγωγού σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των εισροών της αγροτικής εκμετάλλευσης (πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κ.α.) και βέβαια εντείνονται από τη μεγάλη έλλειψη πιστώσεων που διαχρονικά υπήρχε στον πρωτογενή τομέα. Αν μάλιστα τα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε η διεθνής διατροφική κρίση, οι τιμές του παραγωγού κυρίως των μονοετών καλλιεργειών θα είχαν μειωθεί ακόμη περισσότερο. Η αύξηση στις τιμές των εισροών οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου και γενικότερα της ενέργειας τα πρώτα χρόνια λόγω αστάθειας στις χώρες παραγωγής και στην συνέχεια στην συνεχόμενη αύξηση της εθνικής φορολογίας. Οι εισροές δεν επηρεάζουν μόνο το κόστος παραγωγής λόγω της αυξανόμενης τιμής τους, αλλά ήταν έτσι κι αλλιώς υψηλές μιας και η απόδοσή τους στην ελληνική αγροτική παραγωγή είναι πολύ χαμηλότερη από όσο θα έπρεπε, ιδιαίτερα και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Αυτό οφείλεται κυρίως στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, όπως στο μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, στον πολυτεμαχισμό τους, στον αναποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης και οργάνωσης τους από τους αβοήθητους και ελάχιστα καταρτισμένους αγρότες μας αλλά και στο κακό τεχνολογικό εξοπλισμό τους.
Τα αίτια της μείωσης του εισοδήματος του παραγωγού δεν εξαντλούνται όμως στην άνοδο των τιμών των εισροών και στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, αλλά εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες θεσμικούς και πολιτικούς. Η δυσπραγία ή καλύτερα η αποδόμηση του συνεταιριστικού κινήματος ειδικότερα μετά τον νόμο Σκανδαλίδη, σε συνδυασμό με τα ανεξέλεγκτα εμπορικά δίκτυα, η μείωση της στήριξης του αγροτικού εισοδήματος από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία μετά την αναθεώρηση της το 2005-6 εξασφαλίζει μόνο ένα εισόδημα επιβίωσης ακόμη και σε παραγωγούς που δεν παράγουν, ενώ ο Εθνικός φάκελος αποτυγχάνει να εξομαλύνει και να στοχεύσει στην ελληνική πραγματικότητα είναι κάποιοι από αυτούς. Ειδικότερα η επίδραση της ΚΑΠ είναι ιδιαίτερα σημαντική μιας και αποτελεί διαχρονικά το μεγαλύτερο και τώρα πια μάλλον το μοναδικό εργαλείο πολιτικής για τον Αγροτικό τομέα.
Στο διάστημα λοιπόν, των τελευταίων ετών πλην των αποτελεσμάτων της ύφεσης, η ευρωπαϊκή και κατά συνέπεια η ελληνική γεωργία κινήθηκαν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πολιτικό περιβάλλον, χαρακτηριζόμενο, κυρίως, από τη ριζική αλλαγή των στοχεύσεων της Κοινής Αγροτικής Πολίτικης, μετά το 2003 με κορύφωση για το μετά 2013 (εφαρμόζεται τώρα στην ΕΕ) αλλά και από το ευρύ φάσμα πολιτικών και διαχειριστικών μεταρρυθμίσεων της που ακολούθησαν στη συνέχεια, από το 2008 και έπειτα.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει ΚΑΠ. Η Κοινή Αγροτική Πολίτικη είναι αναμφισβήτητα η μακροβιότερη και η πιο ολοκληρωμένη πολίτικη της ΕΕ. Η ανάγκη θέσπισης της εμφανίστηκε στην ατζέντα των ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στην δεκαετία του 1950. Τότε είχε σαν στόχο την εξασφάλιση επάρκειας τροφίμων στη δύσκολη περίοδο της ανασυγκρότησης της Ευρώπης μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν αναγκαία η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας, η σταθεροποίηση των αγορών και η βελτίωση του επίπεδου ζωής του αγροτικού πληθυσμού.
Η εφαρμογή της ΚΑΠ τα τελευταία 40 χρόνια απέδειξε ότι η επιτυχής διαχείριση μιας οριζόντιας πολίτικης απαιτεί την ύπαρξη κοινών τιμών, κοινών εργαλείων διαχείρισης, κοινή χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης, μηχανισμούς εμπορικής προστασίας και κοινά μέτρα αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ευρωπαϊκής γεωργίας και της Ευρωπαϊκής υπαίθρου γενικότερα.
Πράγματι βασιζόμενη αρχικά στις τρεις θεμελιώδεις αρχές (ενιαία εσωτερική αγορά, κοινοτική προτίμηση, χρηματοδοτική αλληλεγγύη) η ΚΑΠ:
έχει καταστεί η πιο ολοκληρωμένη Κοινή πολιτική της ΕΕ. Αν και αποτελεί μία πολιτική επί της αγοράς των γεωργικών προϊόντων, οι κανόνες της διέπουν ολόκληρο τον πρωτογενή τομέα, τόσο ως προς την λειτουργία των αγορών (από το χωράφι μέχρι τον τελικό καταναλωτή) όσο και ως προς τις αγροτικές δομές.
μέχρι και σήμερα είναι η σημαντικότερη τομεακή πολιτική της ένωσης από θεσμικής, κανονιστικής και δημοσιονομικής πλευράς
η θέσπιση και εξέλιξη της υπήρξε και εξακολουθεί να είναι το ισχυρότερο θεμέλιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εφαρμογή της ΚΑΠ προϋποθέτει εξ αρχής ότι κρίσιμες αρμοδιότητες των κρατών -μελών σε ένα ολόκληρο παραγωγικό τομέα εκχωρούνται στα κοινοτικά όργανα.
Τον Ιούνιο του 2013, μετά από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν περισσότερο από δύο χρόνια επιτεύχθηκε μεταξύ των τριών θεσμικών Ευρωπαϊκών Οργάνων – Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή- πολιτική συμφωνία ως προς την μεταρρύθμιση της ΚΑΠ μετά το 2013. Οι διαπραγματεύσεις ήταν πρωτόγνωρες μιας και για πρώτη φορά έλαβε μέρος και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτρέποντας πολλές φορές αποφάσεις δυσμενείς για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της νέας τότε ΚΑΠ είναι ότι έπαψε να είναι τόσο “κοινή”. Οι τέσσερις βασικοί κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου οι οποίοι αφορούν τις άμεσες ενισχύσεις, την ενιαία Κοινή Οργάνωση Αγοράς (ΚΟΑ), την αγροτική ανάπτυξη και την χρηματοδότηση, διαχείριση και έλεγχο της ΚΑΠ, έδωσαν στα κράτη μέλη πληθώρα κρίσιμων επιλογών για την εφαρμογή των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Οι επιλογές αυτές κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από τα κράτη-μέλη την 1η Αυγούστου 2014 ενώ η οριστική διαμόρφωση των κανονισμών έγινε μέσα στο 2014.
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και αυτήν την φορά, παρουσιάζοντας έναν εθνικό φάκελο που δεν ανταποκρίνεται σε μία ολοκληρωμένη στρατηγική- σχέδιο για τον ελληνικό Αγροτικό Τομέα.
Αυτό είχε φανεί και στην απάντηση που είχε λάβει τότε ο έλληνας ευρωβουλευτής κ. Κύρκος σε ερώτηση προς τον Επίτροπο Μοσκοβισί. Συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 2015 ο κ. Κύρκος ζήτησε να ενημερωθεί που βρίσκεται η εκπλήρωση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η τότε κυβέρνηση το 2014, προκειμένου να μην απολεσθούν τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια λόγω αδράνειας της χώρας μας.
Η απάντηση που έλαβε ο κ. Κύρκος από τον επίτροπο κ. Μοσκοβισί ανέφερε μεταξύ άλλων ότι:
• σημαντικό μέρος των σχεδίων του ΠΑΑ (Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης) δεν έχει προχωρήσει.
• δεν επετεύχθη ο στόχος για τις απαιτήσεις πληρωμών στην απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΓΤΑΑ για το 2014.
• δεν υποβλήθηκαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την εξασφάλιση εθνικής συμπληρωματικής χρηματοδότησης.
• το σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας του ελληνικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ) για την περίοδο 2014-2020, που υποβλήθηκε το 2014, κρίθηκε υπερβολικά ασαφές.
• το σχέδιο δράσης για τη δημιουργία δικτύου συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών και ηλεκτρονικού συστήματος συζητήθηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής το 2014.
Αυτό τελικά είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο το ελληνικό ΠΑΑ 2014-2020, να εγκριθεί με σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με των υπόλοιπων κρατών-μελών της ΕΕ και να τεθεί τελικά σε εφαρμογή στις 11.12.2015, αλλά και να φανεί ότι διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον αγροτικό τομέα περιστασιακά και χωρίς σχέδιο.
Υπενθυμίζεται ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) διαθέτει για την ελληνική γεωργία την προγραμματική περίοδο 2014-20 εγκεκριμένους πόρους άνω των 19 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που ξεπερνά το σύνολο των πόρων που θα λάβουν μαζί όλοι οι άλλοι τομείς της ελληνικής οικονομίας και -αναλογικά προς το γεωργικό ΑΕΠ- αυτά που λαμβάνει κάθε άλλο κράτος μέλος. Όμως, η αδυναμία έγκαιρου και αποτελεσματικού προγραμματισμού εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, που συνεχίζει να λειτουργεί εν μέσω της κρίσης με τους ρυθμούς και τα πρότυπα του παρελθόντος, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την απορροφητικότατα των πόρων. Αυτό δε, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι λόγω της κατασπατάλησης πόρων με αδιαφανή κριτήρια και της συστηματικής παραβίασης κοινοτικών κανόνων στην Ελλάδα επιβλήθηκαν μόνο την τελευταία τετραετία πρόστιμα άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, κάνει την εικόνα ακόμη πιο εφιαλτική.
Τελικά, ωφεληθήκαμε από την ΚΑΠ;
Κατά την 36χρονη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θεσμικά και οικονομικά η ελληνική γεωργία θα μπορούσε να έχει ωφεληθεί πολύ περισσότερο, αν οι κυβερνήσεις είχαν πετύχει να παρουσιάζουν ένα σχέδιο που θα περιέγραφε την στόχευση, τα ζητούμενα, τα μέσα και τα εργαλεία επιτυχίας για τον τομέα. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ποτέ γενικά για την Ελλάδα πόσο μάλλον για τον τομέα αυτό. Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από την πελαγοδρόμηση του ίδιου του τομέα τόσα χρόνια, αλλά αποδεικνύεται κιόλας από τους φακέλους που κάθε φορά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις υποβάλλουν για την αξιοποίηση του μεγαλύτερου εργαλείου πολιτικής που έχουν. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αναδειχτεί ποτέ ως «διαμορφωτής» της αγροτικής πολιτικής αλλά παρέμεινε συνήθως παθητικός δέκτης των πολιτικών που διαμορφώνονταν στην ΕΕ.
Σήμερα, εν μέσω αγροτικών κινητοποιήσεων και καθώς ξεκινάνε εκ νέου οι συζητήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική μετά το 2020, ελπίζουμε και ευχόμαστε (πιθανά χωρίς ανταπόκριση) το ελληνικό πολιτικό σύστημα να συζητήσει σοβαρά την υιοθέτηση ενός μακρόχρονου σχεδίου για τον πρωτογενή τομέα και να μην μείνει σε διαπιστώσεις, ευχολόγια και τελικά σε απλά μέτρα ανακούφισης των πληττόμενων αγροτών. Τέτοια μέτρα, που προφανώς υπάρχουν, όπως χαμηλότερη φορολογία και εισφορές, ο έλεγχος των τιμών εισροών και μέτρα για την μείωση τους (πχ αγροτικό πετρέλαιο), η εξασφάλιση χρηματοδοτήσεων είτε από δάνεια είτε από δράσεις του πυλώνα 2 της αγροτικής ανάπτυξης κ.ά. αποτελούν πάγια συνδικαλιστικά αιτήματα των αγροτών και συνοδεύουν εδώ και χρόνια τις κινητοποιήσεις τους. Όμως το πρόβλημα του αγροτικού τομέα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς δομικές και θεσμικές αλλαγές που εκκρεμούν δεκαετίες και αδυνατούν τα βρουν λύση από τους διαρκώς εναλλασσόμενους Υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και παλιότερα Γεωργίας. Οι αλλαγές αυτές ενδεικτικά περιλαμβάνουν την πολιτική νερού και γης, την θεσμοθέτηση ενός οριζόντιου νόμου για τους συνεταιρισμούς και των άλλων μορφών οργάνωσης των παραγωγών που θα τους χειρίζεται ως ιδιωτικούς οργανισμούς (όπως δηλαδή πραγματικά είναι) την ενίσχυση των Διεπαγγελματικών οργανώσεων, την εκπαίδευση των παραγωγών, τη συμβολαιακή σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τη μεταποίηση μέσω του ΠΑΑ, την αλλαγή του καθεστώτος των αγροτικών ασφαλίσεων κ.ο.κ. Οι δομικές και θεσμικές αλλαγές όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη του προαναφερόμενου σχεδίου για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. To αγροτικό ζήτημα τελικά, είναι σύνθετο αλλά ζωτικό για το μέλλον της Ελλάδας. Μετά από 36 χρόνια πουμετέχουμε στην Ένωση και υλοποιούμε την ΚΑΠ με τις διαφορετικές μορφές της, συνεχίζουμε ακόμη και σήμερα να έχουμε υπαρξιακά ζητήματα για το πώς θα προχωρήσει ο πρωτογενής τομέας. Σε αυτό δυστυχώς έχει βοηθήσει και η δαιμονοποίηση του αγρότη και των επιδοτήσεων κάθε τέτοια εποχή που γίνονται οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Θα έπρεπε όλα αυτά, και ειδικά μετά την παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας να ανήκουν σε άλλη εποχή, και να είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε όλοι μαζί για το καλό του τόπου μας.
Στοιχεία για την Αγροτική Οικονομία της ΕΕ-28 εδώ.
Στοιχεία για την Ελληνική Αγροτική Οικονομία, εδώ.
*Ντίνα Σπυροπούλου, γεωπόνος, αντιπρόεδρος της πολιτικής κίνησης ΜΠΡΟΣΤΑ