Αμα δεν είχε επικρατήσει η – εύλογη , αυτονόητη – αρχή του εντυπωσιασμού στην «Ευρωπαϊκή εβδομάδα» που κλείνει (είναι τόσο άνευρα τα Ευρωπαϊκά για την κοινή γνώμη, που μόνον κάτι δραματικό η θεωρούμενο δραματικό κατορθώνει να κρατήσει την προσοχή), η Ελληνική περίπτωση θα είχε καταγραφεί περισσότερο κι από την συνέχιση του Ιταλικού δράματος ή την βραδυπορία του Brexit.
Τι εννοούμε; Εκείνο που αναδείχθηκε με την χωρίς επιφυλάξεις αποδοχή του Ελληνικού προϋπολογισμού στα πλαίσια της αξιολόγησης των προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν η ανάγκη της ΕΕ να προσπεράσει την εποχή, όπου η Ελλάδα ήταν συνεχώς επανερχόμενο Ευρωπαϊκό πρόβλημα: Η Ελλάδα… σπρώχθηκε έξω από την εποχή των Μνημονίων, και παρακαλείται να μείνει εκεί, «εκτός κόκκινης ζώνης». Ταυτόχρονα, η μακρά λίστα από προβλήματα στην μετα-Μνημονιακή πορεία (από την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων μέχρι τον ρυθμό προσλήψεων στην ΑΑΔΕ, με αληθινή αιχμή το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων» των τραπεζών) της Έκθεσης μετα-Μνημονιακής παρακολούθησης δείχνει ότι υπό μια άλλη έννοια η Ελλάδα μένει προσεκτικά σε τρυβλίο/Petri dish, κάτω από το μικροσκόπιο. Με άλλα λόγια, η Ελληνική περίπτωση έχει διπλή διάσταση: από την μια μεριά είναι σε τυπική/επιβεβλημένη κανονικότητα ενόσω μένει εντός δημοσιονομικών στόχων, όπως κι αν αυτοί επιτυγχάνονται (γι αυτό και η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς στους παλαιούς συνταξιούχους ήταν εφικτή), από την άλλη μένει στο μικροσκόπιο (αλλά, για να μην διαταραχθεί η προηγούμενη διάσταση, η μόνη συνέπεια των επιφυλάξεων ήταν η μη-ελευθέρωση της πρώτης επιστροφής κερδών των Κεντρικών Τραπεζών από τα Ελληνικά ομόλογα – κάποια 600 εκατ. ευρώ «ελεύθερα» – για μετά την νέα χρονιά). Δηλαδή αποδραματοποίηση. Και έξοδος από την – τραγικά ενσωματωμένη στην Ελληνική δημόσια συζήτηση… – εποχή της υπαγόρευσης πολιτικής.
Στο αντίθετο άκρο της ίδιας διαδικασίας – βέβαια με ασύγκριτα μεγαλύτερα μεγέθη – αφέθηκε να περιέλθει η Ιταλία. Τι εννοούμε; Η απόρριψη του Ιταλικού προϋπολογισμού, κίνηση δραματοποίησης, έγινε με επίγνωση του ότι τα βήματα μεχρις ότου υπάρξει πραγματική κύρωση για την Ιταλία – από το πάγωμα κονδυλίων Ευρωπαϊκών Ταμείων μέχρις επιβολής προστίμου έως 0,5% του Ιταλικού ΑΕΠ, δηλαδή κοντά 10 δις ευρώ – είναι βήματα που επιτρέπουν αναμέτρηση των δυο πλευρών. Και αναζήτηση εκτόνωσης. Και αμοιβαίο ζύγιασμα όχι τόσο αρχών – εθνική κυριαρχία για το Ιταλικό πολιτικό σύστημα σε μια λογική που θυμίζει εποχή Βαρουφάκη/2015, τήρηση των κανόνων του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για την ΕΕ – όσο πολιτικών ισορροπιών: πορεία προς τις κάλπες των Ευρωεκλογών για Σαλβίνι/Ντι Μάϊο για την Ιταλία, χρόνος ανασύνταξης στην Γερμανία και την Γαλλία για την «Ευρώπη».
Ενώ δηλαδή στην (μικρή) Ελληνική περίπτωση έχουμε αποφασιστική (από πλευράς Ευρώπης) κανονικοποίηση, με διατήρηση ωστόσο κεντριού προειδοποίησης, στην (πολύ μεγαλύτερη) Ιταλική περίπτωση υπάρχει αποδοχή από τους κεντρικούς μηχανισμούς του ενδεχόμενου σύγκρουσης, αλλά με επίγνωση ότι τα βήματα που μεσολαβούν είναι τόσα/τέτοια που να επιτρέπουν εκτόνωση. Βέβαια – προσοχή! – όλα αυτά γίνονται υπό το δυσάρεστο βλέμμα των αγορών. Οι οποίες γενικώς δεν τις παρακολουθούν τις λεπτές ισορροπίες των Ευρωπαϊκών. “Red light flashing”, που λένε οι του χώρου.
Αντίθετα, στην ζώνη του αληθινά κόκκινου έχει περιέλθει η πορεία προς το Brexit. Όπου – θα μείνουμε σ’ αυτό από Ευρωπαϊκής πλευράς, αφήνοντας την Τερέζα Μαίη στις δικές της αναζητήσεις και τους Εργατικούς στο όνειρο εκλογών – επιλέγεται η χορήγηση μακρού διαστήματος προσαρμογής ίσως και σχεδόν δυο χρόνια για να αμβλυνθεί η επίπτωση του σοκ. «Δώστε χρόνο στον χρόνο», θάλεγε ο Πρόεδρος Μιττεράν: άλλη μια πλευρά της ιδιότυπης ευρωπαϊκής σοφίας, όπου ο καθένας ανακαλύπτει το κόστος, οι δε «λύσεις» αναζητούν τον εαυτό τους.
Αντώνης Παπαγιαννίδης