Βρετανία: Οι επτά εβδομάδες που άλλαξαν τη χώρα

Α. Τερέζα Μέι: Προσωπική ήττα

Η μαύρη πόρτα στο νούμερο 10 της οδού Ντάουνινγκ δεν έχει εξωτερική κλειδαρότρυπα κάνοντας πιο εύκολη την έξοδο από την πρωθυπουργική κατοικία παρά την είσοδο σε αυτή. Όταν τον Απρίλιο η Πρωθυπουργός Τερέζα Μέι προκήρυξε πρόωρες εκλογές, το Συντηρητικό κόμμα κατείχε την πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν προβάδισμα άνω των 20 μονάδων και το ενδεχόμενο της κλειστής πόρτας έμοιαζε μακρινό. Επτά εβδομάδες αργότερα και με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής εδώ και είκοσι χρόνια (68,7%) η κάλπη ανέδειξε μια διαφορετική Βρετανία με απουσία αυτοδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης καθώς οι Τόρις κατέβηκαν στις 318 έδρες χάνοντας 13 και μαζί με αυτές και την απαραίτητη πλειοψηφία των 326 εδρών, για δεύτερη φορά σε τρεις συνεχόμενες αναμετρήσεις.

 Οι εκλογές αυτές ήταν μια προσωπική απόφαση της Πρωθυπουργού που, όπως η ίδια δήλωσε, προέκυψε από έναν μεγάλο περίπατο στην εξοχή της Ουαλίας με τον σύζυγό της λίγο πριν το Πάσχα. Με κεντρικό αφήγημα την σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση της χώρας, που μόλις πριν έναν χρόνο στο δημοψήφισμα επέλεξε οριακά το Brexit, η Τερέζα Μέι δέχεται τώρα τις βολές των στελεχών του κόμματός της για την αβεβαιότητα στην οποία οδηγεί το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν πρόκειται όμως για το μοναδικό αντιθετικό δίπτυχο με πρωταγωνίστρια τη Πρωθυπουργό.

 Από τον Ιούλιο έως και τον Μάρτιο με δημόσιες τοποθετήσεις της η Τερέζα Μέι απέκλειε την προσφυγή στη κάλπη. Γι’ αυτό κι όταν τον Απρίλιο ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την απόφασή της, πριν καν ξεκινήσει η διαπραγμάτευση αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατηγορήθηκε πως βάζει το κόμμα πάνω από την χώρα. H Μέι απάντησε πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης με τη στάση τους στη Βουλή και την απροθυμία τους να αποδεχθούν το Brexit θέτουν σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις εξόδου. Το επιχείρημα αυτό όμως αποδομήθηκε καθώς με τους Τόρις να κατέχουν την αναγκαία πλειοψηφία των εδρών η αντιπολίτευση μέχρι και τον Απρίλιο δεν στάθηκε σοβαρό εμπόδιο σε κάποια από τις αποφάσεις της Πρωθυπουργού. Αντίθετα, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν μεγαλύτερο εμπόδιο για την Μέι κι αυτό ουσιαστικά θέλησε να αποφύγει ελπίζοντας σε μια ισχυρή κυβέρνηση μετεκλογικά.

 Ένα άλλο παράδειγμα της ευμεταβλητότητας της Πρωθυπουργού που ευαγγελίζεται σταθερότητα και ισχύ είχε να κάνει με την υπαναχώρηση, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την παρουσίαση του προγράμματος των Συντηρητικών, σε αυτό που πλέον αποκαλείται “φόρος άνοιας” (dementia tax). H πρόταση των Τόρις σχετικά με τη κοινωνική περίθαλψη των πολιτών με ανάγκη νοσηλείας στο σπίτι λόγω κάποιας εκφυλιστικής ασθένειας προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και κατήφορο στις δημοσκοπήσεις με αποτέλεσμα η Μέι να ανασκευάσει προσθέτοντας μια ειδοποιό παράμετρο που δεν υπήρχε στο μανιφέστο.

 Σε αντίθεση με τους Εργατικούς που έχτισαν την εκλογική τους καμπάνια γύρω από τη κοινωνική πολιτική, το κεντρικό αφήγημα των Συντηρητικών, όπως ήδη ειπώθηκε, ήταν από την αρχή το Brexit. Μια ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση ήταν απαραίτητη να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη κι εδώ η Μέι απέτυχε να απαντήσει σε μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων. Θέλησε να διαβεβαιώσει μια κοινωνία που τον περασμένο Ιούνιο υπερψήφισε το Brexit οριακά με ποσοστό 51,9% πως η απουσία συμφωνίας είναι καλύτερη από μία κακή συμφωνία χωρίς όμως να δώσει απάντηση σε όλα αυτά που συνιστούν μια κακή συμφωνία.

 Οι δύο τρομοκρατικές επιθέσεις σε Μάντσεστερ και Λονδίνο τσαλάκωσαν το προφίλ της ισχυρής και σταθερής κυβέρνησης θυμίζοντας στους ψηφοφόρους τις απολύσεις περίπου 20.000 αστυνομικών κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων που η Τερέζα Μέι διατέλεσε Υπουργός Εσωτερικών.

 Επικοινωνιακά η προεκλογική εκστρατεία των Συντηρητικών είχε τα χαρακτηριστικά μιας προεδρικής καμπάνιας καθώς σε μεγάλο βαθμό ήταν προσωποπαγής. Με άλλα λόγια ήταν κυρίως καμπάνια της Τερέζα Μέι κι όχι του κόμματος. Από το λεωφορείο μέχρι το σκηνικό των ομιλιών τα σλόγκαν έγραφαν με μεγάλα γράμματα το όνομα της Πρωθυπουργού. Σε εθνικό επίπεδο ο κύριος όγκος των εμφανίσεων είχε να κάνει με την ίδια ενώ δεν έλειψαν οι φορές που κατηγορήθηκε για υπερβολική χρήση του πρώτου ενικού (“I”, “my Brexit” κλπ). Από τη μία λοιπόν η εκστρατεία των Τόρις εστίασε στη Πρωθυπουργό, από την άλλη η Τερέζα Μέι είχε φτωχή επικοινωνιακή απόδοση. Η απροθυμία της να πάρει μέρος σε τηλεοπτικές αναμετρήσεις με άλλους υποψηφίους σχολιάστηκε αρνητικά (“the lady’s not for turning up”), όπως άλλωστε και η αδυναμία της να ταυτιστεί με τους ψηφοφόρους.

 Εν κατακλείδι, η Τερέζα Μέι ήλθε πρώτη σε ψήφους όχι εξαιτίας αλλά παρά την προεκλογική της καμπάνια. Η φτωχή της όμως εκστρατεία μετέτρεψε την νίκη σε ήττα καθώς χάθηκε η αυτοδυναμία. Μάλιστα, εάν το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας (SNP) δεν επέμενε σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, εικάζεται πως το κόμμα της Νίκολα Στέρτζον δεν θα είχε σημαντικές απώλειες εδρών από τις οποίες ωφελήθηκαν πρωτίστως οι Τόρις. Η κυβερνητική σύμπραξη με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Β. Ιρλανδίας (10 έδρες) εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία για τους Συντηρητικούς, όχι όμως και μια ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση.

 Β. Τζέρεμι Κόρμπιν: Ο κύριος Ζεν

 Τον Ιούνιο του 2016, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δύο βουλευτές των Εργατικών κατέθεσαν μη δεσμευτική πρόταση μομφής κατά του αντιδημοφιλούς για τις αριστερές του καταβολές, Τζέρεμι Κόρμπιν, η οποία υπερψηφίστηκε με 172 ψήφους έναντι 44 κατά. Ο Κόρμπιν, που εκλέχθηκε ηγέτης των Εργατικών τον Σεπτέμβριο του 2015 με ποσοστό 60%, αρνήθηκε να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Ένα χρόνο μετά και με το Εργατικό κόμμα λίγο πολύ σε εμφύλιο, κατάφερε να παραμείνει ο κύριος Ζεν, όπως ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του, και να κάνει μια καλύτερη καμπάνια από αυτή που αναμένονταν. Το Εργατικό κόμμα ήλθε δεύτερο στην κάλπη κερδίζοντας 30 έδρες και ανεβάζοντας τον αριθμό των Βουλευτών του στους 262. Σε ποσοστό ψήφου πήρε 40% (12.874.985 ψήφοι) έναντι 42% (13.667.213 ψήφοι) των Συντηρητικών ενώ σε σχέση με τις εκλογές του 2015 είδε αύξηση 9,5% σε ψήφους.

 Αφήνοντας στην άκρη κάποιες από τις ακραία αριστερές του απόψεις ο Κόρμπιν απευθύνθηκε στο ακροατήριο με κεντρικό αφήγημα την κοινωνική πολιτική μεταφέροντας τη συζήτηση από τις διαπραγματεύσεις για το Brexit σε εσωτερικά ζητήματα της χώρας όπως η αύξηση των δαπανών για το Εθνικό Σύστημα Υγείας και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Το μανιφέστο των Εργατικών ήταν προϊόν διαβούλευσης και γι’ αυτό δεν αντικατοπτρίζει πλήρως κάποιες από τις θέσεις που παραδοσιακά υποστήριζε ο Κόρμπιν όπως η μη ανανέωση του προγράμματος αντιπυραυλικών υποβρυχίων.  

 Οι Εργατικοί στόχευσαν σε τρεις ομάδες. Τη νεολαία, τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του κόμματος που αρχικά στράφηκαν στη Μέι και τους υποστηρικτές μικρότερων κομμάτων που υπολόγιζαν στρατηγικά τη ψήφο τους στο μονοεδρικό σύστημα (first past the post).

 Με βασική υπόσχεση την σταδιακή κατάργηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων για προπτυχιακούς φοιτητές, ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα την ηλικιακή ομάδα 18-24, ο Κόρμπιν κατάφερε να κινητοποιήσει το κομμάτι αυτό της βρετανικής κοινωνίας που ναι μεν έχει μεγαλύτερη απήχηση στο κόμμα αλλά παραδοσιακά έχει και τη μικρότερη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 2015 το ποσοστό των νέων 18-24 που ψήφισαν ήταν το χαμηλότερο μεταπολεμικά καθώς μόλις το 40% έφτασε στη κάλπη, ένα νούμερο σχεδόν διπλάσιο για την ηλικιακή κατηγορία άνω των 65. Ακόμη και στο δημοψήφισμα, το εκπληκτικό 64% της συμμετοχής των νέων 18-24 ήταν το μικρότερο σε όλες τις κατηγορίες (90% των 65+).

 Γενικότερα, η αύξηση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία φαίνεται να ευνόησε τους Εργατικούς. Υπολογίζεται πως στις περιοχές που η προσέλευση στη κάλπη αυξήθηκε κατά 5%, σε σχέση με τo 2015, οι Εργατικοί κέρδισαν την πλειοψηφία των εδρών. Η μεγαλύτερη μετατόπιση καταγράφτηκε στο Bristol West. Με 77% συμμετοχή (+5%) οι Εργατικοί βγήκαν πρώτοι με 65,9% (πλειοψήφησαν κατά 52,1% των Συντηρητικών) διατηρώντας την περιφέρεια κι ανεβάζοντας το ποσοστό τους σε σχέση με το 2015 κατά 30 μονάδες.

 Η επιτυχία όμως του Κόρμπιν δεν οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο. Σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την αποτυχημένη καμπάνια των Τόρις. Πολιτικές όπως ο “φόρος άνοιας”, σε συνδυασμό με τα φιλολαϊκά μέτρα που εξήγγειλαν οι Εργατικοί, έστρεψαν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους στην εκλογική τους βάση. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η χλιαρή επικοινωνιακή τακτική της Τερέζα Μέι. Το υποθετικό ερώτημα για τα ποσοστά των Εργατικών με διαφορετική ηγεσία δεν μπορεί να απαντηθεί. Το σίγουρο όμως είναι πως ο Κόρμπιν, που αμφισβητήθηκε έντονα από το ίδιο του το κόμμα και που ενδεχομένως θα αντιμετώπιζε νέα αμφισβήτηση μετά τη συντριπτική ήττα των Εργατικών στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου, για την ώρα κάθεται αναπαυτικά στην θέση του.

 

Βίκη Ελευθεριάδου